Την άλλη μέρα ξαναπήγα το πρωί. Πήρα μαζί και την Ιρένα. Δηλαδή ακριβώς δεν την πήρα εγώ. Υποτίθεται πως αυτή με πήρε να με πάει μαζί με τα τσιμπράκαλά μου, γιατί δεν ήξερα τι μου γινόταν.
Με είχαν αμέσως διώξει χτες και μου είχαν πει να ξαναπάω με τέσσερεις φωτογραφίες. Και εγώ δεν ήξερα που παν τα τέσσερα. Που να μπορέσω να φέρω σε πέρας μια τόσο δύσκολη αποστολή όπου μου είχαν αναθέσει και που χρειάζεται να τάχεις τετρακόσια. Και ήτανε αυτή η πρώτη στη ζωή μου στρατιωτική αποστολή.
Κρεμόταν απ αυτή της πατρίδας μας ολάκερη η τιμή. Δεν ήθελα να αποτύχει. Γι αυτό με πήγε η Ιρένα. Γιατί το ήθελε κι αυτή πολύ να βοηθήσει. Μάλιστα για να μην τύχει και τις χάσω κόλησα με ούχου τις φωτογραφίες σε μια φαρδειά, μακριά και μπλε λουρίδα από πανί και για να μπερδέψω τον εχθρό (για καμουφλάζ που λένε) κόλησα ανάμεσά τους και διάφορα θηρία, που είχα φωτογραφίες. Όπως και κάτι παλαιστές, συνθέτες και ποδοσφαιριστές.
Αλλά απογοητεύτηκα πολύ γιατί όταν τους έδωσα ο ίδιος τη λουρίδα, δεν καταλάβανε οι χάνοι, τα σχέδιά μου τα μεγαλοφυή, που είχα καταστρώσει και μπερδευτήκανε οι ίδιοι. Μου δείχναν τη φωτογραφία του Κινγκ Κονγκ και με ρωτάγαν αν αυτός είμαι εγώ. Και χαχανίζαν. Για τούτο φαίνεται πως δεν με θέλει ο στρατός.
Γιατί φοβάται τη μεγαλοφυία μου. Δεν την καταλαβαίνει και την απορρίπτει ασυζητητί.
Καθόμουνα κει χάμω έξω απ τη μπαράγκα, εκεί στον καθαρό αέρα. Κι άκουσα πολλά εκεί. Για τα χαρτιά μου είχα αφήσει την Ιρένα, που τους είχε πει πως ήτανε γειτόνισσα. Και ήτανε γειτόνισσα στ αλήθεια. Και προσπαθούσε και ο Μούλος και αυτήν να την ψαρέψει. Μόνο που αυτή δε ψαρευόταν.
Μαζεύονταν πολλοί και με πειράζαν. Μου ήταν εύκολο πάρα πολύ να τους κομπλάρω. Με μια κίνηση, ένα βλέμμα ή μια λέξη. Τους έκανα και χάνανε τα λόγια, μπερδεύανε τα χέρια και τα πόδια. Διότι λέγανε βλακείες όπως: ʼντρας είσ εσύ! και φοράς πλεξούδες. Ή: Σου αρέσουνε οι Ντόρς, η Ροκ μιούζικ.
Αυτόν τον έκανα μονάχο του να πέσει. Είχε πάρει φόρα κάπου τριάντα μέτρα και φαίνεται το σκέφτηκε πολύ το τι θα με ρωτήσει. Φορούσε και πολιτικά και μου φαινόταν ασφαλίτης. Όταν έφτασε μπροστά μου και σταμάτησε και τόπε, απλώς δεν τούδωσα καμμιά σημασία, είχα κάπου σταματήσει το βλέμμα μου και συνέχισα να το κρατώ εκεί. Αυτός μπερδεύτηκε και έπεσε. Σηκώθηκε και τόβαλε στα πόδια.
Ξάφνου έρχεται ο Μούλος και με ρωτά: Αν τάϊσα εκείνη την τσουκάλα και τέλος πάντων ποια είναι εκείνη η τσουκάλα. Γιατί του τόχα πει και κείνου ακριβώς το ίδιο, πριν με στείλει στο νοσοκομείο. Του απάντησα πως Ναί, και πώς γίνεται του λέω να μην ξέρεις την Τσουκάλα.
Έλα, μου λέει, δε σε θέλει ο στρατός. Πάρε αυτό εδώ να μας θυμάσαι.
Και μου έδωσε ένα λουλούδι κι έφυγε. Και ήταν μία μαργαρίτα. Και ήτανε φτιαγμένη με σύρμα και κλωστή.
Μούρθε τότε στο κεφάλι πως η κίνηση αυτή του Μούλου ίσως και νάτανε προσπάθεια αληθινή να με πλησιάσει, κι όχι πια να με ψαρέψει. Αλλά το λουλούδι ήταν ψεύτικο και ίσως ψεύτικη ήταν και η κίνησή του. Και σκέφτηκα πως ένα τέτοιο δώρο εγώ δεν το θέλω, και θα τους το δώσω πίσω. Αλλά έχοντας ακόμα αμφιβολίες μήπως στο λουλούδι υπήρχε κάτι, ίσως έστω κι ένα ψήγμα ανθρωπιάς, έβγαλα απ το σακούλι ένα φτυαράκι παιδικό και ένα κουβαδάκι και το φύτεψα εκείνο το λουλούδι λέγοντας από μέσα μου πως αν είν αληθινό θα βλαστήσει και θα μεγαλώσει και θα βγάλει μαργαριταράκια.
Ήρθε τότε η Ιρένα και μου φώναζε Έλα ρε συ να υπογράψεις και μετά φυτεύεις το λουλούδι. Εγώ δεν ξεκόλαγα από κει, και το πότιζα, ρίχνοντας νερό απ το παγούρι. Και μαζευτήκαν όλοι γύρω. Εγώ να σκαλίζω το λουλούδι και να το ποτίζω και ο Μούλος να κουνά το κεφάλι του με λύπη και να λέει: Εγώ του τόχα δώσει! Κρίμα το παιδί! Είχε πια κι εκείνος ολότελα πειστεί για την τρελότητά μου.
Σημείωση συγγραφέα: Τσουκάλα ήταν το όνομα της γάτας που είχε σπίτι του ο Έτσι. Φεύγοντας είχε αφήσει εκεί διάφορα υποτιθέμενα φρικιά, αλλά τόξερε πως κανένας δε θ ασχολιόταν με τη γάτα. Γι αυτό ήθελε να γυρίσει πίσω γρήγορα.
Για να μη μείνει η γάτα νηστικιά. Το σκέφτηκε και τόπε εντελώς απλά. Μόνο που δεν το διευκρίνησε. Πάντως εσύ που το μαθαίνεις αυτό τώρα, μην πας αμέσως να το πεις στο Μούλο και τους άλλους.
Ας τους να ψάχνουν να το βρουν, γιατί θα τους βασανίζει ακόμα της τσουκάλας το αίνιγμα.