Ιστορίες με γιατρούς Ξανά
Με πρωταγωνιστή τον Έτσι που δεν ξέρουμε αν παραμένει Έτσι ή είναι ο ίδιος ο Έτσι ή ενεργεί σαν Έτσι. Αλλά θα τον ονοματίσουμε Έτσι, κι ας διαπιστώσει ο καθ ένας που θα τα διαβάσει αν ο Έτσι είναι ο Έτσι με τη δύναμη του Έτσι, ή είναι άλλος σαν τον Έτσι με τη δύναμη του Έτσι ή χωρίς αυτή. Ή ο ίδιος Έτσι αποδυναμωμένος.
Ο Έτσι ήτανε να πάει στο στρατό. Δε μπορούσε πια να τ αποφύγει. Του ανάφεραν πως είναι ανυπόταχτος γιατί διέκοψε σπουδάς. Η αναβολή του έπαψε να ισχύει.
Η αναβολή που κανονικά είχε, τέλειωσε κι αυτή και τέλος πάντων τώρα που τον ψάχναν με μανία να τον βρουν τον Έτσι και τον κυνήγαγαν τον Έτσι και θα τον έσερναν τον Έτσι με τη βία. Και δεν τόθελε ο Έτσι έτσι να γενεί. Και βαρέθηκε ν αλλάζει διευθύνσεις. Και έτσι ο Έτσι πήγε μοναχός του να παρουσιαστεί κάπου στην Πελοπόννησο. Ο Έτσι δεν είχε πάνω του χαρτιά. Παρά που του τόλεγαν οι γνωστοί. Να έχει τα χαρτιά σπουδών, αναβολών, στρατολογίας και γιατρών, για νάχει να δικαιολογηθεί, γιατί κινδύνευε να μείνει φανταράκι πέντε χρόνια. Ο Έτσι δεν άκουσε κανένα. Και έκανε πολύ καλά. Διότι τι να πεις για να δικαιολογηθείς για 5, 6, 7, 8, χρόνια πούχε να πατήσει στη σχολή του.
Εκτός κι αν έγλυφε λιγάκι τους αντιστασιακούς και του δίνανε χαρτιά για τις διώξεις πούχε υποστεί. Κι όπως θα έχετε ακούσει οι αντιστασιακοί υπηρετούσαν στο στρατό μονάχα 6 μήνες. Αλλά ο Έτσι δε γουστάριζε ούτε μια ώρα να μείνει στο στρατό. Ούτε ένοιωσε ποτέ του αντιστασιακός, και όσο για τους περισσότερους αντιστασιακούς τους είχε σιχαθεί απ τη γλοιώδική τους στάση όταν βγήκαν απ τη φυλακή. Έτσι ο Έτσι άκουσε τον Έτσι και δεν έψαξε καθόλου.
Ούτε χαρτί από τρελλογιατρό, ούτε ταυτότητα δεν είχε καν. (Του την είχανε κρατήσει τότε που τον χώσαν μέσα, και δεν του τη δίναν πίσω για να τον μαζεύουνε συνέχεια για εξακρίβωση και να τον κάνουνε να σπάσει). Μόνο κάτι χάπια κατάφερε να βρει από κάποια φιλική πηγή κάπου πέντε μπουκαλάκια και ήταν χάπια ισχυρά των 50, 100 και ίσως 150 mg. Αλλά, ξέχασα, πήρε μαζί του κάποιο εκλογικό βιβλιάριο που του τόχαν βγάλει επί χούντας, και είχε τότε φοβηθεί και τόβγαλε, γιατί ήταν αδύναμος. Αλλά εξόν απόνα Όχι πούχε ρίξει τότε, ευτυχώς δεν τόχε χρησιμοποιήσει ξανά ποτές του. Παρά που τα γράμματα κι οι σφραγίδες είχαν σχεδόν σβήσει, φαινόταν τ όνομά του και θα τον έβρισκαν ποιός ήταν, χωρίς να κάθεται να τους μιλά.
Ξεκίνησε. Φορούσε ένα βρώμικο μπαλωμένο παντελόνι, ένα τρύπιο μπουφάν και στο κεφάλι ένα πλεχτό καπελάκι (όχι σκουφί) γιατί είχε και γείσο μπροστά, πολύχρωμο, που του τόχε πλέξει κάποιος στη φυλακή.
Βρήκε κάπου μια τσάντα ταξειδιωτική που του κρέμονταν από τον δεξί του ώμο, τη γέμισε με διάφορα μπιχλιμπίδια, τις άπλυτές του κάλτσες, φανέλες και βρακιά, μες τις κάλτσες είχε έναν κατάλληλο σουγιά για να σφάξει το γιατρό αν χρειαζόταν. Και κει που η τσάντα πήγαινε να γεμίσει έχωσε στην άκρη της ένα ξύλινο ποδάρι από ένα σκαμνί που ήτανε χοντρό στη μέση και έμοιαζε με αυτά τα ξύλινα μπουκάλια του μπόουλινγκ που τα ρίχνει κάτω εκείνη η μπάλα. Το ποδάρι αυτό δεν άφηνε να κλείσει ολότελα το φερμουάρ και κάπου το ένα τρίτο του εξείχε και τόσφιγγε με το χέρι του όπως περπάταγε και ήταν σα να στηρίζεται σ αυτό. Κρέμασε με σπάγκο απ το ποδάρι ένα καμμένο και φυσικά καταξεσχισμένο ψάθινο καπέλλο που τόχε μαζέψει πεταμένο απ το δρόμο κείνες τις μέρες, καθώς κι ένα χαρτόνι σαν ακορντεόν που τόβγαλε απόνα μπουκάλι ούζο που κουβάλαγε μαζί. Το ξύλινο ποδάρι ήταν κόκκινο, το καπελλάκι ήταν πράσινο, κόκκινο και μπλε, το μπουφάν του γκρίζο και λαδωμένο, το πανταλόνι ίδιο, η φανέλλα του άσπρη, το πουκάμισο με κομμένα τα κουμπιά ριγέ, το καμμένο καπέλο μαύρο, η τσάντα του ήτανε καφέ, το χαρτονάκι άσπρο και κάτι φανελένιες μπιτζάμες που κουβάλαγε μαζί του κόκκινες και μαύρος ο γιακάς τους.
Και αυτά ήταν η δύναμη του.
Κι έτσι ξεκίνησε ο Έτσι, την πρώτη φορά που πήγαινε φαντάρος. Δεν είχε μεταμφιεστεί. Για όσους τον ήξεραν δεν θα καταλάβαιναν τη διαφορά. εκτός ίσως από τα μάτια του που θάχανε σκληρύνει αποφασιστικά, γιατί ο Έτσι έτσι κυκλοφορούσε. Μόνο που τώρα διάλεξε να κουβαλά μαζί του και μερικά πραγματάκια βοηθητικά που βρεθήκανε εκείνη την ώρα μπροστά του και δεν ήξερε ακόμα τι να τα κάνει, αλλά του δίναν δύναμη και σιγουριά, ιδίως το ποδάρι στο οποίο στηριζόταν με το δεξί του χέρι καθώς περπάταγε παραπατώντας, γιατί κείνο το απόγευμα είχε πιει κάμποσο ούζο απ τη μπουκάλα.
Και μπήκε στο λεωφορείο κι έφτασε το βράδυ αργά στον προορισμό του.
Ρώτησε κάτι νυχτόβιους κατά που πέφτει το στρατόπεδο, αυτοί του είπαν έξω από την πόλη, και κίνησε κατά κει. Κι έκανε κρύο πολύ κρύο κείνο το βράδυ. Ώσπου τον κυνήγησε ένα μπατσάδικο τους ξέφυγε κι είχε ζεσταθεί. Αλλά το μπατσάδικο συνέχισε να φέρνει βόλτες, γιατί εκεί είναι επαρχία και η εμφάνιση του Έτσι δεν ταίριαζε με επαρχία και τέτοια ώρα νύχτα που όλος ο λαός κοιμάται.
Ο λαός βέβαια είναι λαός και κοιμάται όλες τις ώρες μα έλα όμως που οι κρατικές αποφάσεις λένε πως κοιμάται τη νύχτα.
Τέλος πάντων. Ο Έτσι σε μια οικοδομή, οι άλλοι βαρεθήκανε να ψάχνουν. Ο Έτσι σκέφτηκε να τους αφήσει να τον πιάσουν. Θάχε πλάκα να τον πήγαιναν αυτοί στο στρατόπεδο, κι έκανε και κρύο, και πώς θάβγαζε τη νύχτα,...αλλά δεν είχε πάνω του χαρτιά...και τους άφησε και φύγαν.
Ήπιε λίγο ούζο, έβγαλε τα ρούχα, φόρεσε κάνα δυο φανέλλες, έβαλε και κείνες τις κόκκινες μπιτζάμες με το μαύρο γιακαδάκι και ξανά από πάνω το παντελόνι και το γκρίζο το μπουφάν. Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει βρίσκει μπρος του κάτι δέντρα που τάχανε κλαδέψει. Τα κομμένα τα κλαδιά τους κατά γης. Βρίσκει τότε μια μαγκούρα πιο ψηλή από αυτόν να τελειώνει σε διχάλα. Την καθάρισε από τα φύλλα και συνέχισε μ αυτήν.