Τα βράδια στους σταθμούς μια σκιά περπατάει στις γραμμές
Έφυγαν τα τραίνα κι όλα μάταια τώρα, χάθηκε η στιγμή
Όποιο δρόμο κι αν τραβήξει είναι δίχως προορισμό
Ποιος του δείχνει εικόνες μακρινές, ποιος θυμάται τις σκηνές;
Ισορροπεί πάνω στις ράγες, προχωρά, δεν φοβάται
Η ζωή, του είπαν, είναι σαν το τραίνο που περνά
Έχει το εισιτήριο στο χέρι μα με κάθε ανάσα ξεψυχά
Έφυγαν τα τραίνα, ξενιτεύτηκε η καρδιά, τι να τον πονέσει πια;
Κάθε βήμα όλο και τον φέρνει πιο κοντά, πιο κοντά στη νύχτα
Πιο κοντά στην ερημιά, τον λυτρώνει το σκοτάδι, σαν φωτιά
Μόνο φλόγες, μέσα τους να πέσει να λιώσουν οι εικόνες απ το νου
Να καούν σαν χάρτινες ασπίδες, σαν φαντάσματα που δεν γυρίζουν πια