Μια παπαρούνα έσκυψα
κι έκοψα από χάμω
και μούπε με παράπονο
να μη το ξανακάνω
γιατί έτσι ξερίζωσα
το κοκκινό της χρώμα
πόυχε και την εστόλιζε
πάνω στης γής το χώμα
σαν παπαρούνα κι η καρδιά
στο στήθος ριζωμένη,
σαν την τραβήξεις βιαστικά
θα στάζει ματωμένη
marakos