Μέρος 5ο
«Η μοίρα μου είναι εκεί που βρίσκεσαι, ακριβέ μου ʼρχοντα: νεκρό ή ζωντανό, ποτέ δε θα σ εγκαταλείψω».
«Για χάρη του παιδιού μας, Λακσμί, σ εξορκίζω: θα πας στην πρωτεύουσα των Πολιτειών μου. θα μπεις στη μεγάλη αυλή του παλατιού, θα βάλεις το γιο σου να καθίσει πάνω σ ένα μαρμάρινο παγκάκι φιλόξενο κάποτε στη ρέμβη μου: για να με θυμούνται, το φροντίζουν σαν κόρη οφθαλμού, κανείς δεν ξαποσταίνει πάνω του ποτέ. Αμέσως θα επιχειρήσουν να σας απομακρύνουν: να επικαλεστείς τον οίκτο της μάνας μου και των αδερφάδων μου, που, σπλαχνικές, θα συγκινηθούν τόσο που θα σου παρασταθούν».
Μια από τις πριγκίπισσες ακριβώς περνάει από την αυλή: ανοίγει τα παραπετάσματα του βαθυκόκκινου φορείου της, ρίχνοντας μια ευλαβική ματιά στο απαγορευμένο παγκάκι. «Να κυνηγήσετε αυτήν την τυχοδιώκτρια!» στριγκλίζει από μακριά μόλις διακρίνει την υπάκουη σύζυγο. μα πλησιάζοντας, η αυστηρότητά της λιώνει μπρος στην ομορφιά της Λακσμί καθώς και στο θαύμα της ομοιότητας που το παιδί δείχνει να έχει με το μακαρίτη βασιλιά.
«Η Μεγαλειότητά σου», αναφωνεί, όταν ανέβηκε ζωηρά στο δωμάτιο της βασίλισσας, «θα μ ακολουθήσει για να δει μια φτωχή κοπέλα που δείχνει άξια προσοχής. και προπάντων ένα αγοράκι, φτυστό με κείνον που κλαίμε».
«Ένα μυστικό καπρίτσιο του γιου μου για καμιά χωριατοπούλα!» και η βασίλισσα, η καλύτερη γυναίκα στον κόσμο, έβαλε μάνα και μωρό να μείνουν σ ένα ωραίο σπιτάκι που γειτόνευε με τη βασιλική οικεία: οι πριγκίπισσες πήγαιναν καμιά φορά εκεί να επισκεφθούν τη γεμάτη μυστήριο συγγένισσά τους.
Η Λακσμί ξανάβλεπε στη φαντασία της να ορθώνεται, όπως τότε που πρωτοπλησίασε ανυποψίαστη, όταν, αφού άφησε πίσω της τις παρυφές του δάσους και προχώρησε κατά μήκος ενός μεγάλου ποταμού, αντίκρισε μια πελώρια πολιτεία από ναούς, δρόμους, φυλλωσιές, το παλάτι, πιο ψηλό απ όλα, με τις δαντελωτές του στοές πάνω σε τριπλούς κίονες, τους χρυσούς πυργίσκους και το δώμα με τους κρεμαστούς κήπους, πάνω από τις αυλές τις στρωμένες με μωσαϊκά, να λούζει τις αστραφτερές του σκάλες μες στη γαλήνη μιας νυσταλέας λιμνούλας με λευκούς λωτούς: μέσα σε τόσα θαύματα κάποιος έλειπε. Όχι για πολύ. να τον, ω θαύμα! που ξανάρχεται συχνά να περάσει μια ώρα, γρήγορη κι όσο να στάξουν τα δάκρυα της κλεψύδρας, πλάι στη γυναίκα του και στο γιο του. Η Περί; Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, έτοιμη για όλα με το αναγκαίο περιδέραιο.
Στο δρόμο των μετεμψυχώσεων όλα είναι αλληλένδετα, και η μοιρολατρεία των Ανατολιτών υποδηλώνει την υποταγή σ ένα άκαμπτο νόμο, καθώς ο καθένας τιμωρείται ή ανταμείβεται ανάλογα με τις καλές ή κακές πράξεις που έχει κάνει στις προηγούμενες ζωές του. Ο Μαχαραγιάς είχε διαπράξει κάποτε μιαν ασέβεια, και για να εξιλεωθεί υπέμενε την τιμωρία που γνωρίζουμε. είχε πάλι υπέρ του κάποιες αρετές, για τις οποίες άξιζε να ανασταίνεται καθημερινά. Η Περί, μες στο παιχνίδι της οργής ή της εκδίκησης, ήταν μονάχα άθελά της, το όργανο του πεπρωμένου.