από aspic » Παρ Μάιος 30, 2003 10:13 pm
ʼχ άχ,αυτή η μαρία η σινιόρη με τις λάγνες κινήσεις της.
Δειχνει στο χάρτη την πελλοπόνησο και καυλώνει όλος ο μωριάς,δείχνει βόρεια και χύνει όλη η μακεδονία.
Βρε ποιός ογδοντάρης γέρος βαρελάς μας λές βρε σκιάχτρο που τιθάσευε το ξύλο;
Εδώ έχουμε την σινιόρη που ερεθίζει όλη την ελλάδα.
Τι λές τώρα;
Και δέν μου λές σκιάχτρο,αυτά τα ωραία που έγραψες με τα δεντράκια και τα ζωάκια, από ποιό επεισόδιο από το μικρό σπίτι στο λιβάδι είναι;
Από το 17ο,εκεί που ο τζό δουλεύει στο μαραγκούδικο και η μικρή λώρα του φέρνει με την άμαξα του εφημέριου ένα ωραίο λαχταριστό σάντουιτς με μπέικον και αυγά;
ΥΓ Αλέξη αποφάσισε επιτέλους έχει ή δέν έχει λεφτά η γειτονιά;
Και για στείλε μου και την σελιδα των τιμών του υπουργείου για να δώ πόσο πάνε τα κολοκύθια γιατί μου φαίνεται ότι με ρίχνουν στο μαγαζί.
ΥΓ 2 Μίρκα,μήν ξεχαστείς και πα΄ς για καμμιά ακτινογραφία και έχεις ακόμη στη καρδιά κανένα κομμάτι θαλασσόδαρτου βράχου,γιατί θα σε πάνε κατευθείαν για χειρουργείο.
Και εκεί θα καταλάβεις καλά τα άτοπα και τα αναχρονιστικά και άντε να βγείς από το λαβύρινθο μετά.
ΥΓ 3 Επειδή το σκιάχτρο μου άνοιξε την όρεξη,θα σας δώσω και εγώ μιά ωραία περιγραφή του χωριού μου όταν ήμουνα μικρός.
Το λοιπόν ακόμη θυμάμαι όταν ήμουν νήπιο, που κάθονταν όλη η γειτονιά αργά τα απογεύματα του καλοκαιριού έξω στα πεζούλια.
Λίγο πρίν νυχτώσει πε΄ρναγε ο κοσμάς με το μουλάρι και καθότι χωματόδρομος σήκωνε ολόκληρο σύννεφο από σκόνη.
Οι γριές άρχισαν να βήχουν και καταριόντουσαν τον κοσμά.
Μετά έβγαινε ο περικλής και φώναζε στον κοσμά πώς θα του σπάσει τα πόδια άμα ξαναπεράσει καλπάζοντας από τον χωματόδρομο.
Ο παναγής ακολουθούσε και έριχνε και μιά τουφεκιά στον αέρα.
Τον άλογο ξαφνιάζονταν και σηκωνόταν στα δύο πόδια (ούτε γιαμάχα εξ ελ 250 δέν τα κάνει αυτά) και έριχνε μιά κλωτσιά στη μαριγώ που είχε πλησιάσει να ρίξει κατάρες από κοντά, και την πέταγε στο μικρό περιβολάκι του μπαρμπά τάσου.
Ο μπαρμπά τάσος,έσερνε από τα μαλλιά τη μαριγώ έξω από το περιβόλι του απειλώντας ότι άν την ξαναδεί τη χοντρογυναίκα άλλη φορά μέσα στα μποστάνια του, θα της βάλει αυτό το μεγάλο αγγούρι το καλυβιώτικο που της έδειχνε, στο κώλο της.
Ο θανάσης ο σιδεράς ο άντρας της, έβγαινε λαχανιασμένος να ζητήσει τα ρέστα από τον μπαρμπά τάσο και του έλεγε ότι ο αρακάς που έσπειρε στο πουσιγκέρι ,έχει μπεί μισό μέτρο μέσα στο χωράφι του που το έχει αδελφομοιράδι με τον σωτήρη τον αδελφό του.
Τότε έβγαινε και ο σωτήρης έξαλλος ανάμεσα στις σκονισμένες αρκουδόγριες που κάναν χρέη χορωδίας και απειλούσε τον θανάση τον αδελφό του ότι το χωράφι είναι δικό του όλο,διότι ο πατέρας τους πρίν πεθάνει του το άφησε διά λόγου.
Τότε ο θανάσης καταριότανε τον πατέρα του να μήν βρεί αναπαμό η ψυχή του,έπαιρνε την μεγάλη κόφα και έλεγε στον αδελφό του τον σωτήρη,<τώρα θα δείς που γράφω εγώ τον λόγο του μεθύστακα του πατέρα> και πήγαινε στο κάμπο και μάζευε τα σύκα από τις συκιές του σωτήρη.
(ακολουθουσε πάντα και η χορωδία από τις σκονισμένες αρκουδόγριες)
Ο σωτήρης τότε,πήγαινε στο μικρό μαντρί του αδελφού του και έκοβε με ένα ξυράφι και στις δέκα προβατίνες του θανάση,τις ρόγες από τα μαστάρια τους.
Τότε ο θανάσης έτρεχε στο σπίτι του σωτήρη,να απαγάγει τον μικρό του γυιό,αλλά τότε του έλεγε η νύφη του ότι τον μικρό τους γυιό τον πέταξαν οι ίδιοι στο πηγάδι γιατί ήταν πολυέξοδος και δέν μπορούσαν να θρέφουν τόσα παιδιά.
Ευτυχώς που προνόησαν οι ίδιοι οι γονείς και έπνιξαν το παιδί τους και έτσι πάντα τέλειωνε εκεί το επεισόδιο και δέν θρηνουσαμε θύματα,εκτός από κάποιες σκατόγριες που πάθαιναν ανακοπή στα μέσα του δρόμου λαχανιασμένες να ακολουθήσουν τους΄ηρωες (σε αυτές ωφείλει πολλά ο δημοσιογραφικός κόσμος αργότερα και πολλές τεχνικές τους και αναλύσεις του μιμήθηκε στη συνέχεια).
Με νοσταλγία λοιπόν γλυκειά και όξινη, θυμάμαι και εγώ τα παιδικά μου χρόνια,μιάς και ο πατέρας πολύ σωστά σκεφτόταν ότι το κόστος για να ανοίξει πηγάδι να με πετάξει μέσα,ήταν πολύ μεγαλύτερο από αυτά που του έτρωγα και έτσι τη γλύτωσα.
Έτσι θεραπεύεται η οικιακή οικονομία,με πηγάδια και όχι με ημερήσιες ενημερώσεις των τιμών του υπουργείου της ανάπτυξης.
Και εξάλλου, η μοναδική μου αλήθεια είναι ότι λέω πάντα ψέμματα.
Ώστε.