από Επισκέπτης » Πέμ Μάιος 15, 2008 4:36 pm
Αν ήμουν στη θέση του Λεόν, θα προτιμούσα για πάρτη μου μια εσωτερική αιμορραγία, σου πλημμυρίζει την κοιλιά και ξεμπερδεύεις στα γρήγορα. Γεμίζει το περιτόναιό σου και τέρμα. Ενώ με την περιτονίτιδα, υπάρχει ενδεχόμενο μόλυνσης, το πράγμα τρενάρει.
Αναρωτιόμασταν ακόμη πώς θα'κανε ο Λεόν για να τελέψει. Η κοιλιά του πρηζόταν, μας κοιτούσε, ήδη απλανής, βογκούσε, μα όχι πολύ. Ήταν σαν ένα είδος γαλήνης. Τον είχα ξαναδεί εγώ πολύ άρρωστο και μάλιστα σε διάφορους τόπους, αλλά σε τούτη την υπόθεση ήταν όλα καινούρια, οι στεναγμοί και τα μάτια και όλα. Θαρρείς πως δεν τον κρατούσες πια, έφευγε από λεπτό σε λεπτό. Του'τρεχαν τόσο μεγάλες σταγόνες ιδρώτα που'ταν σα να'χε κλάψει το πρόσωπό του ολόκληρο. Σε τέτοιες στιγμές, νιώθεις κάπως αμήχανα που'χεις καταντήσει τόσο φτωχός και τόσο σκληρός. Στερείσαι σχεδόν όλα όσα χρειάζονται για να βοηθήσεις τον άλλο να πεθάνει. Δεν έχεις μέσα σου παρά μόνο τα απαραίτητα για την καθημερινή ζωή, τη ζωή της άνεσης, τη δική σου ζωή μονάχα, την κτηνωδία. Έχασες την εμπιστοσύνη στο δρόμο. Την απόδιωξες, την κυνήγησες τη λύπηση που σου απόμενε, σχολαστικά στα βάθη του κορμιού σαν βρωμοχάπι. Την έσπρωξες τη λύπηση στην άκρη του εντέρου μαζί με τα σκατά. Καλά είναι εκεί που βρίσκεται, λες μέσα σου.
Και στεκόμουν μπροστά στον Λεόν, για να συμπονέσω, και δεν είχα ποτέ μου ξανανιώσει τόσο αμήχανα. Δεν τα κατάφερνα... Εκείνος δεν μ'έβρισκε... Τον παίδευε πολύ αυτό... Πρέπει να'ψαχνε έναν άλλον Φερδινάνδο, πολύ πιο μεγάλον από μένα βέβαια, για να πεθάνει, για να τον βοηθήσει μάλλον να πεθάνει, πιο μαλακά. Κατέβαλλε προσπάθειες για να διαπιστώσει αν ο κόσμος είχε κάνει προόδους. Έκανε τον ισολογισμό, ο φουκαράς,. μες στη συνείδησή του... Μπας κι είχαν αλλάξει λίγο οι άνθρωποι, προς το καλύτερο, ενόσω εκείνος ζούσε, μπας κι είχε φανεί άδικος άθελά του απέναντί τους... Μα μόνον εγώ βρισκόμουν εκεί, εγώ ο ίδιος, εγώ ολομόναχος, στο πλευρό του, ένας αληθινός Φερδινάνδος, που του'λειπε αυτό που θα'κανε έναν άνθρωπο μεγαλύτερο απ'την απλή ζωή του, η αγάπη της ζωής των αλλωνών. Δεν το'χα αυτό εγώ ή το'χα τόσο λίγο που δεν άξιζε τον κόπο να το δείξω. Δεν ήμουν μεγάλος σαν το θάνατο εγώ. Ήμουν πολύ πιο μικρός. Δεν είχα τη μεγάλη ανθρώπινη ιδέα εγώ. ʼσε που θα'χα νιώσει, θαρρώ, πιο εύκολα θλίψη για ένα σκυλί που ψοφάει παρά γι'αυτόν, τον Ροβινσώνα, γιατί το σκυλί δεν είναι κακό, ενώ ο Λεόν ήταν λίγο κακός, όσο να'ναι. Ήμουν κι εγώ κακός, ήμασταν κακοί... Όλα τα υπόλοιπα είχαν ξεμακρύνει στο δρόμο, και τους ίδιους τους μορφασμούς, που μπορούν ακόμη να βοηθήσουν τους ετοιμοθάνατους, τους είχα χάσει, τα'χα όλα χάσει τελικά στο δρόμο, δεν ξανάβρισκα τίποτε απ'ό,τι χρειάζεται για να ψοφήσεις, δεν ξανάβρισκα τίποτε άλλο από κακίες. Το συναίσθημά μου ήταν σαν ένα σπίτι όπου πας για διακοπές. Ίσα ίσα κατοικήσιμο. Κι άλλωστε, είναι απαιτητικός ο ψυχορραγικός. Το ψυγορράγημα δεν αρκεί. Πρέπει να το γλεντάς όσο ψοφάς, πρέπει να το γλεντάς με τους ύστατους ρόγχους, στον πάτο της ζωής, με τις αρτηρίες τίγκα στην ουρία.
Κλαψουρίζουν ακόμη οι ετοιμοθάνατοι, γιατί δεν τον γλεντάνε πια αρκετά... Απαιτούν... Διαμαρτύρονται. Είναι η κωμωδία της δυστυχίας που προσπαθεί να περάσει απ'τη ζωή στον ίδιο το θάνατο.
Σελίν, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας.