Tanton έγραψε:Ήταν άθλιος. Μισάνθρωπος. Κακόβουλος. Παράξενος. Αντιπαθέστατος. Βρομιάρης. Το μόνο που τον ένοιαζε, το μόνο που τον απασχολούσε σ΄ όλη του την ζωή ήταν ο τζόγος. Ζούσε για να παίζει και για τίποτε άλλο. Και έχανε φυσικά. Δυο και τρεις περιούσιες έφαγε και πάλι χρωστούσε. Έπρεπε να πληρώσει ή να αυτοκτονήσει. Για να πληρώσει, έγραφε βιαστικά και αναγκαστικά ανάμεσα σε δυο ξενύχτια χαρτοπαιξίας. Έγραφε για τα λεφτά. Για να πληρώσει τα χρέη.
Και γράφοντας βυθοσκόπησε την ανθρώπινη ψυχή. Ξεδίπλωσε όλο της το έρεβος. Κανείς δεν την περιέγραψε καλύτερα. Έγραψε το καλύτερο Μυθιστόρημα όλων των εποχών ( έγκλημα και τιμωρία ).
Δεν θα ήθελα ποτέ να είχα συναναστραφεί τον Φιοντόρ όσο ζούσε.
Δέν υπάρχουν δεύτερης διαλογής άνθρωποι και πρωτης ποιητές,ή πρώτης διαλογής ποιητές και δεύτερης άνθρωποι.
Μόνο άνθρωποι και ποιητές υπάρχουν,ή άνθρωποι-ποιητές.
Διότι οι άνθρωποι κρίνονται απο τα έργα τους.
Και άν έχουμε αδυναμία να τα κατανοήσουμε και να τους κρίνουμε από αυτά,τότε ανατρέχουμε σε καμμιά φθηνή βιογραφία του ΚΖ ή του ΑΒ (αλυσίδα βασιλόπουλου) ή του ΠΜ (πριζινίκ μαρινόπουλος) ή παίρνουμε την εσπρέσσο.
Διότι όπως σωστά λέει ο λέφτυ,όλα εμπεριέχονται σε όλους,και δέν είναι δυνατόν ένα όμορφο έργο να μήν πηγάζει απο την βαθύτερη έστω ομορφιά (άρα και ουσιαστικότερη) αυτού που το έγραψε.
Το άν τον λέμε άθλιο,ή κακόβουλο και λοιπά,αυτά είναι κρίσεις της όποιας κοινωνίας,η οποία περισσότερο προσδιορίζει έτσι την σχέση της με τον δημιουργό,παρά αυτόν τον ίδιο τον δημιουργό.
Και αυτή ακριβώς την κοινωνία και την σχέση της μαζί του,είναι που θίγει ο δημιουργός ,όταν μάλιστα ειναι και μεγάλος σάν και τον ντοστογιέφσκυ.
Οπότε τάντονα,μήν αναστατώνεσαι στην ιδέα ότι άν ζούσες αυτή την εποχή μπορεί και να συναντιόσουν μαζί του.
Δέν νομίζω πώς συναναστρέφοταν και συνδιαλεγόταν τουλάχιστον ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης με αυτούς που εξέφραζαν τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής του.
Μάλλον για την αυλή του τσάρου σε κόβω να ήσουνα.
Και βέβαια είναι αφελές να πούμε πως ο ντοστογιέφσκυ έγραφε για να πληρώσει τα χρέη του,έγραφε για τα λεφτά δηλαδή.
Μάλλον το σωστότερο θα ήταν να πούμε,πώς πληρωνόταν επειδή έγραφε.
Οτιδήποτε και να κάνε,οτιδήποτε και να ήταν και πάλι θα έγραφε και μάλιστα σχεδόν τα ίδια πράγματα που τελικά έγραψε.
Διότι λέφτυ,η γραφή και εν γένει η καλλιτεχνία,δέν είναι επικοινωνία ή άνοιγμα πρός τον κόσμο,όπως λέει η έψιλον ή ο κανένας (δέν θυμάμαι ποιός από τους δύο,εξάλλου το ίδιο είναι όποιος και να το πε) ,αλλά είναι αυτή η ίδια, ένας εξ ολοκλήρου καινούργιος και αυτοδύναμος κόσμος.
Και το πρόβλημα δέν είναι άν τον αφήσεις στα συρτάρια σου μήν βγεί και σε δαγκώσει κανένα βράδυ όπως λέει ο ΤΠ,διότι σε δαγκώνει και σε μαχαιρώνει την ίδια ακριβώς την στιγμή που τον δημιουργείς.
Τώρα άν τον πουλήσεις έξω και βγάλεις κανένα φράγκο ή άν θές να γίνεις διάσημος,,αυτό δέν έχει να κάνει με τον δημιουργό καλλιτέχνη,αλλά με τον έμπορα ή τον φιλόδοξο, και αυτουνού είναι που του ρουφάει το μεδούλι ο διάβολος που λές και όχι του δημιουργου καλλιτέχνη.
Του δημιουργού δέν μπορεί να του πιεί κανένας διάβολος με την διχαλωτή γλώσσα τον μυελό,διότι απλούστατα ο δημιουργός είναι.......
....διάβολος ο ίδιος από μόνος του.
ΒΓ Που λές λέφτυ,εμένα μου συνέβη όταν ήμουν μικρός το εντελώς αντίθετο απο σένα.
Ενώ εσύ δηλαδή ήθελες να γράψεις και σου κάθησε η γκόμενα,εγώ ήθελα να μου κάτσει η γκόμενα και έγραψα.
Ήταν που λές στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα,τότε που άρχιζε η μόδα των πολιτιστικών επιμορφωτικών συλλόγων και τα συναφή.
Σε ένα τέτοιο σύλλογο άραζα τα βράδυα,που είχε και πίγκ πογκ και κυρίως κουκουεδοκρατείτο,πράγμα που μου έδινε μιά ατέλειωτη ευχαρίστηση,όπως και εδώ καλή ώρα με σάς,να πετάμε το μπαλάκι ο ένας στον άλλον.
Δέν ξέρεις τι ηδονή είναι να συζητάς με έναν δογματικό και άκαμπτο κουκουέ,καθώς παράλληλα παίζεις και πινγκ πόνγκ μαζί του.
Βέβαια χρειάζεται προσοχή,αφού ούκ ολίγες φορές κινδυνεύεις να φάς στο μάτι το μπαλλάκι από τον εξοργισμένο συμπαίκτη σου συνομιλητή σου για αυτό και τότε θυμάμαι,δίπλα απο΄τον πάγκο με τα ρακετάκια,είχαμε και πέντε έξη κράνη μοτοσυκλέτας διαφόρων μεγεθών,ακόμη και για χοντροκέφαλους.
Ένα βράδυ λοιπόν,καθώς τα μπαλλάκια σφύριζαν ανηλεώς γύρω από το κεφάλι μας και η κουβέντα είχε ανάψει,μπηκε στο σύλλογο η μάρθα με την φίλη της και ήλθαν να παίξουν και αυτές πινγκ πογκ στο διπλανό τραπέζι.
Ωραία,ψιλοκάπουλη,με φιδίσιο κορμί και μακριά πυρόξανθα σγουρά μαλλιά που τινάζονταν καυλιάρικα δεξιά και αριστερά καθώς κούναγε άτεχνα το ρακετάκι της.
Και βέβαια το ρακετάκι της που κάθε τόσο το έφερνε στην μέση του στήθους της για να αποκρούσει το μπαλάκι,και που άφηνε να πεταχτούν οι δυό μεγάλες,στητές και ζουμερές μπάλλες της, καθώς ανεβοκατέβαιναν προσπαθώντας να πεταχτούν έξω από το ελαστικό μακώ μπλουζάκι της.
Είχα σαλέψει σου λέω.
Είχα και τα ντόιγκ -μποιγκ που αντηχούσαν στο κεφάλι μου,καθώς ο κουκουές είχε βρεί την ευκαιρία και μου πέταγε τα μπαλλάκια στο κράνος,δέν άντεξα και τον πλησίασα.
Κόψτο ρε μαλάκα πιά,του ψυθίρισα,τι στο διάολο,δέν έχεις πουλί εσύ; και στο πάνω και στο κάτω κεφάλι ένα σφυροδρέπανο σου κάρφωσαν;
Ξύπνα να κάνουμε παιχνίδι με τις γκόμενες τώρα που είναι ευκαιρία.
Αρχίσαμε λοιπόν να πετάμε το μπαλάκι και στο δικό τους τραπέζι,ατύχημα δήθεν,αλλά που όταν το επαναλάβαμε οι γκόμενες ξύνισαν τα μούτρα τους,αλλά που τάχιστα σπεύσαμε να διορθώσουμε τα πράγματα << η αντανάκλαση των παικτών σε πολλαπλά επίπεδα,ορίζει μιά εκ νέου επαναδιαπραγμάτευση της παικτικής τους ευθύνης απέναντι στο ίδιο το παιχνίδι που τώρα επανακαθορίζεται σε νέα πλαίσια ενταγμένα στην ολική φύση του ανθρώπου παύλα παίκτη παύλα εξουσιαστή,που επαναστατεί στην ίδια αυτή την φύση του μέσα από ένα αέναο παιχνίδι,για να αναπολήσει εντέλλει την τραγικότητα του πεπρωμένου αυτού του ανθρώπου,που δέν είναι παίκτης,δέν είναι εξουσιαστής,δέν είναι επαναστάτης,αλλά είναι ένας....>>
--<....καυλωμένος που κοιτάει να ψήσει καμμιά γκόμενα>> διεκοψε τότε ο γραμματέας του συλλογου που μόλις είχε πάρει πρέφα τι γίνεται. Για να συνεχίσουμε και εμείς <<η ένας μικροτσούτσουνος που κοιτάει να διοχετεύσει τον σεξουαλικό του φθόνο κάνοντας χαλάστρα εκδικούμενος έτσι τους ομόφυλούς του>>.
Τέτοιον λόγο χρησιμοποιούσαμε λοιπόν,ξέρεις εσύ,όχι επειδή είχε ιδιαίτερη επιτυχία στις γκόμενες (ποτέ δέν έριξα γκόμενα με αυτόν τον λόγο,αντιθέτως με απλά καλαμπουρια είχα πολύ καλύτερα αποτελέσματα),αλλά επειδή έτσι καυλώναμε με τους εαυτούς μας ακόμη περισσότερο από ότι και με μιά ψηλοκάπουλη γκόμενα.
Μετά και την παρέμβαση του γραμματέα λοιπόν,αφήσαμε το παιχνίδι και πήγαμε στο μεγάλο τραπέζι να πάρουμε καμμιά μπύρα να πιούμε.
Εγώ περιεργαζόμουν το κράνος,σκεφτόμενος πώς μαλλον θα χρειαστώ μεγαλύτερο μέγεθος στο μέλλον,όταν με σκούντησε ο πρώην συμπαίκτης με νόημα,για να κοιτάξω πρός το μέρος της μάρθας που μας κοίταγε και χαμογελούσε.
Αμάν! Λές να πέσαμε σε κουλτουριάρα και να την εντυπωσιάσαμε,ψυθίρισα στον διπλανό μου.
Σηκώθηκε λοιπόν και ήλθε αργά αργά,με αυτό το ζωώδη κουνιστολυγεροπρόστυχο περπάτημα πρός το μέρος μας,λέγοντάς μου με σιγανή και ελαφρά βραχνή φωνή (ξέρεις αυτή τη καυλιάρικη που βγάζουν οι γκομενες όταν θέλουν να σου ζητήσουν κάτι): <<τη χειρίζεσαι καλά τη γλώσσα εσύ>>.
Μας δουλεύει η τύπισσα,η αφήνει σεξουαλικό υποννοούμενο,σκέφθηκα,καθώς της απαντούσα πώς το έχω πάρει απο το παππού μου που είχε μπακάλικο και ήξερε πώς να μιλάει για να πουλήσει τις μπαγιάτικες ρέγγες>>.
Το ρέγγες το είπα με τρόπο σάν να το απήυθυνα πρός αυτήν.Μήν μας πάρει και τον αέρα η γκόμενα.
Κάθησε δίπλα λοιπόν και γρήγορα μπήκε στο θέμα.
Επειδή σε λίγο καιρό,επ ευκαιρία του πανηγυριού της ζωοδώχου πηγής,ο σύλλογος θα ανέβαζε στα χαλάσματα του θεάτρου δίπλα στο ξωκκλήσι που ήταν στο βουνό ένα ωραίο θεατρικό (ένα δυό σκετσάκια έτσι για την πλάκα δηλαδή,όχι τίποτα σπουδαίο),καθώς και αυτή φοιτούσε σε μιά ιδιωτική σχολή υποκριτικής εδώ και ένα χρόνο,μου ζήτησε λοιπόν να προσπαθήσω να γράψω εγώ τα κείμενα.
Και επειδή,τέτοια κόρη ζηλευτή που ήταν, είχε και τα μέσα εκεί στο σύλλογο,έσπευσε να το προτείνει σε όσους από τους συλλογίτες αρμόδιους ήταν αυτή την ώρα εκει,για να πάρει την απάντηση:
--<<Είσαι καλά; άμα παίξουμε αυτά που θα γράψει αυτός,θα μας χώσουν όλους μέσα>>.
Τέλος πάντων να μήν στα πολυλογώ (ρε λεφτόπαιδα,με διαβάζεις ή σε πήρε ο ύπνος και τζάμπα γράφω μέσα στην ζέστη μεσημεριάτικα; ),της έδωσαν το οκέυ,μόνο όμως με την προυποθεση ότι θα το εγκρίνουν και οι ίδιοι το τελικό κείμενο,είπα και εγώ εντάξει και το πράγμα πήρε το δρόμο του.
Τις επόμενες μέρες βρισκόμασταν αρκετά τακτικά,πολλές φορές και μόνοι μας από νωρίς,πάνω στο πατάρι του συλλόγου που ήταν και τα γραφεία,ποτέ όμως δέν με άφησε να την ακουμπήσω.
Ποτέ όμως δέν το απέκλεισε για το μέλλον κιόλας.
Ξέρεις τώρα τι είναι οι γκόμενες.
Και όταν της έλεγα να πάμε καμμιά ντίσκο να χορέψουμε μπιτζής,έχουμε καιρό μου έλεγε,κάτσε να τελειώσουμε τώρα την δουλειά που επείγει.
Η δουλειά τέλειωσε,το σενάριο ενεκρίθη από την επιτροπή του συλλόγου (ακόμη απορώ πόσο βούρλα ήταν) αρχίσαν οι πρόβες,συμμετείχαν και άλλα παιδιά,μαζί τους μας έφερε και ένα φλώρο για συμπρωταγωνιστή συμφοιτητή της από την σχολή,τι θέλει αυτός εδώ της είπα και παίρνει την θέση από τους ντόπιους,χρειάζονται και κάποιοι επαγγελματίες μου είπε,άν αυτός είναι επαγγελματίας τότε εγώ είμαι καθηγητής θεατρολογίας της απάντησα εγώ και έφθασε η μέρα της παράστασης.
Έγινε η θεία λειτουργία,μίλησε και ο παπάς και ο δάσκαλος,ο κουρέας απήγγειλε την καινούργια του συλλογή <<τρίχες ξανθές,τρίχες σγουρές,τρίχες μακριές και ίσιες>>,οι περισσότεροι μονολογήσαμε απο μέσα μας <<μουνότριχες>> και ξεκίνησε η παράσταση.
Η παραγγελία ήταν να έχει λαικοορθόδοξο παραδοσιακό χαρακτήρα,με έντονα αρχαιοελληνικά στοιχεία.Ήταν της μόδας αυτή την εποχή αυτές οι μαλακίες άν θυμάσαι,και μάλλον παραμένουν ακόμη και σήμερα της μόδας.
Έτσι λοιπόν,είχαμε ντύσει τους ηθοποιούς,τσολιάδες με περικεφαλαία και μούσι μυτερό,να ιππεύουν παπιά πενηντάρια και ο μέγας στρατηλάτης με αγιαστούρα και την εικόνα της παναγιάς παραμάσχαλα, να καταφθάνει με μηχανή εντούρο απο την κορυφή,κυνηγημένος από ένα λεφούσι πιτσιρίκια που τα είχαμε ντύσει ντισκοκαρεκλάδες της εποχής,με κολλημένο ένα ραδιοφωνάκι στο αυτί.
Στο τέλος όλοι μαζί τσολιάδες,αρχαιοέλληνες και καρεκλάδες,φτειάχνανε χορό,όπου έμπαινε στη μέση ο ιερέας μάγος ντυμένος φλωρινιώτης,συνοδευόμενος απο την ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού,όπου και θυσίαζαν τα αρνιά,χορηγία του χασάπη του χωριού.
Το φινάλε δινόταν στο διαμορφωμένο προαύλιο της εκκλησίας σε ψησταριά,όπου όλοι μαζί έψηναν τα αρνιά.Και βέβαια μετά την παράσταση,συμμετείχαν και οι θεατές με τσιμπούσι τρικούβερτο (ήθελα να κάνω το έργο μου να αφορά τον θεατή).
Οι διάλογοι καθόλην την παράσταση,ήταν μιά μίξη απο όσα αρχαία θυμόμουν,λίγα εκκλησιαστικά,κάποια τυπικά βλάχικα και πολλά αρβανίτικα.Κυρίως αρβανίτικα που είχαν και την μεγαλύτερη επιτυχία.
Όταν τέλειωσε λοιπόν η παράσταση,περίμενα ο κόσμος να έχει ξεραθεί στο γέλιο.
Παρόλαυτά δέν θα το πιστέψεις.
Είχαν σηκώσει ψηλά το πηγούνι τους,σχεδόν είχαν δακρύσει και χειροκροτούσαν σοβαροί και περήφανοι.
Έπαθα την πλάκα μου!!!
Μα είναι δυνατόν να έγραψα κάτι για να γελάσουμε,και αυτοί να το παίρνουν στα σοβαρά;
Ξέχασα να σου πώ πώς είχα φτειάξει και εγώ ένα ρόλο για τον εαυτό μου.
Ήμουν ντυμένος άγγλος μπάτλερ,κανονικός με ημίψηλο,σμόκιν και παπιγιόν,μόνο που φόραγα τσαρούχια.
Κράταγα ένα κηροπήγιο που αντί για κερί,είχα βάλει ένα μασουρι δολλάρια (που μου είχε δανείσει ο ταχυδρόμος από το συνάλλαγμα που είχε στο γραφείο) και έμπαινα ανάμεσα στις σκηνές όπου και απάγγειλα τετράστιχα.
Έ λοιπόν ακόμη και τα αστεία και ειρωνικά στιχάκια που έλεγα,τα πήραν στα σοβαρά και καμάρωναν για την φυλή τους.
Ήταν απιστευτο!!!
Ένοιωθα τελείως αποτυχημένος σάν θεατρικός συγγραφέας,και όταν στο τελος ανακοίνωσαν τους συντελεστές,μαζί και μένα σάν κειμενογράφο,κρύφτηκα πίσω από το κηροπήγιο.
Δέν με χάλασε και ιδιαίτερα πάντως αυτή η αποτυχία μου,μιάς και εγώ αυτό που ήθελα ήταν να γαμήσω την μάρθα.
Έτσι λοιπόν,ντυμένος ακόμη μπάτλερ,πλησίασα στο τραπέζι που ήδη είχε κάτσει η μάρθα και οι άλλοι συντελεστές.
Ήταν να πάω και εγώ πιο πέρα στο τραπέζι που μου είχαν φυλαξει την θέση μου,αλλά δέν άντεξα και στάθηκα για λίγο στην μάρθα ψιθυρίζοντάς της στο αυτί: < είσαι το βράδυ για μπιτζής;>>.
Και τότε αυτή,κοιτώντας με λίγο με συμπόνοια,αλλά και λίγο με αλλαζονία,γύρισε πρός τον πρωταγωνιστή που κάθοταν δίπλα της και του διόρθωσε δήθεν το γιακά του πουκαμίσου του.
Κοιταχτήκαμε για λίγο και οι τρείς....<<κατάλαβα,μήτζής είναι η δουλειά>> είπα στον εαυτό μου και προχώρησα παρά πέρα,στην μέση του τραπεζιού όπου άφησα το κηροπήγιο,έβγαλα τα δολλάρια (παθαμε ότι πάθαμε μήν χάσουμε και τα λεφτά και τα είχα χρωστούμενα),τα έβαλα στην μπουκάλα, την πήρα, έκανα μιά υπόκλιση στο απαίδευτο κοινό μου και έφυγα πρός το μονοπάτι,καθώς άκουγα πίσω μου κάποιους που ψιθύριζαν: <<έτσι είναι οι συγγραφείς,περίεργοι>>.
Και έτσι ντυμένος μπάτλερ με τσαρούχια και μιά μπουκάλα στα χέρια,κατέβαινα το βουνό,βρίζοντας τον εαυτό μου που ήθελε να μπλέξει με καλλιτέχνηδες.
Μετά από ώρα καθώς κατέβαινα,άρχισαν να σταματούν τα πρώτα αυτοκίνητα και μου έλεγαν να με κατεβάσουν στο χωριό.
Μήν με ενοχλείται τους έλεγα γιατι έχω μπεί στο ρόλο μου.
Σταμάτησε και ένα φορτηγό που είχε κάτι κοριτσόπουλα πίσω στη καρότσα.
Μόλις με είδαν μου είπαν <<την χειρίζεσαι καλά την γλώσσα>>.
--<<άμα δέν την χειριστείτε και εσείς καλά να μου πάρετε μιά πίπα,δέν σας γράφω τίποτα>> τους είπα εκνευρισμενος και τους πέταξα ένα δολλάριο από το μασούρι στη καρότσα.
Διότι όλαι αι γυναίκαι είναι πουτάναι,που έλεγε και ο χατζηχρήστος.
( κατάλαβες λέφτυ πόσο άδικα χαρακτηρίζει η κοινωνία τους ανθρώπους;
Εσένα που ήθελες να γράψεις αλλά σου έπεσε η γκόμενα θα σε έλεγαν ψώνιο,ενώ εμένα που ήθελα να μου πέσει η γκόμενα,αλλά έγραψα θα με έλεγαν γυναικά.
Κοίτα πόσο πιο απλά θα ήταν τα πράγματα,και πόσο πιο νορμάλ για την κοινωνία και οι δυό μας,άν εσύ ήσουν στην δική μου ιστορία και εγώ στην δική σου.
Για αυτό σου λέω,κοινωνικά στερεότυπα λέει ο ΚΖ (κώστας ζουράρις; ).
Και εξάλλου, η μοναδική μου αλήθεια είναι ότι λέω πάντα ψέμματα.
Ώστε.