ε
Μόλις οι χτύποι της μεγάλης καμπάνας χύνονταν στα στενοσόκακα του χωριού, τρύπωναν μέσα από τις καμινάδες στα χνωτοβολιασμένα σκεπάσματα, τις ζεστές πατούσες και τα μαλακά κορμιά, όλα τα πλάσματα του ύπνου, όνειρα, στεναγμοί, ψαχουλέματα, πέταγαν θορυβημένα μακριά, φέρνοντας πίσω τους ανθρώπους, στη μικρή ζωή τους με τη γυναίκα, τον άνδρα, το παιδί βυζανιάρικο ακόμα κολλημένο όλη τη νυχτιά στη ρόγα της μάνας του. Τα κτήματα, τα ζωντανά, τις διχόνοιες, όλα τούτα τα καθημερινά, τα έφερνε μαζί με το πρώτο πρωινό φως, αυτή η μεγάλη καμπάνα που χτυπούσε το χέρι της κωφάλαλης. Κάθονταν στις κάμαρες για λίγο μέχρι να σηκωθούν τα βλέφαρα και μετά οι άνθρωποι σαν να θυμόνταν ξαφνικά το κυριακάτικο χρέος τους, σάλευαν να βρουν την καλή τους τη φορεσιά, να την βάλουν με αδέξιες κινήσεις, λίγο ξένη, λίγο απόμακρη, να κατηφορίσουν μαζί της το δρόμο για το κερί, τον ασπασμό, το σημείο του σταυρού, τ ακατανόητο εκείνο σημείο της ζωής τους που τους περίμενε πίσω από τη μεγάλη θύρα της εκκλησιάς στο τέλος του δρόμου, στο τέλος της ζωής τους, να πάρουν μια πρώτη γεύση, μια πρώτη μυρωδιά από το θυμιατήρι, μη φτάσουν μπροστά του απροετοίμαστοι, ξένοι, αμαρτωλοί.
Πρώτες έφταναν οι γυναίκες. Στριμώχνονταν τη μια μεριά, κουκουλωμένες κάτω από το μαντήλι της κεφαλής και περίμεναν εκεί να φανούν και οι άνδρες. Η πόρτα άνοιγε κι εμφανίζονταν ένας - ένας να πάρει θέση στη μακριά σειρά των ανδρών, όλοι μαζί από κει και αυτές όλες μαζί από δω, σαν μην είχαν μεσολαβήσει μεταξύ τους όλες οι προηγούμενες νύχτες, να μην είχαν αποθέσει μαζί στο κοιμητήρι τους πατεράδες τους. Σαν ξένοι, άγνωστοι άνδρες, άγνωστοι άνθρωποι, με καθαρό πουκάμισο, ξυρισμένο πρόσωπο και καθαρές παλάμες. Να τις δουν να κάθονται κι αυτές, τις άλλες γυναίκες, τις ξένες με το μαζεμένο κορμί πάνω σε καμιά εικόνα, σε κανένα στασίδι, πότε κρατώντας το κερί, πότε το μέτωπο μέσα στις ησυχασμένες χούφτες. Και ανάμεσά τους, τη μια πάντα οι άνδρες, την άλλη οι γυναίκες, ο παπάς. Η μυρωδιά του λιβανιού, ο απόκοσμος κόσμος της εκκλησιάς με την ακατανόητη γλώσσα, η ζάλη των κεριών. Η φευγαλέα παρουσία να αχνοφέγγει πάνω στις αγιογραφίες των τοίχων. Να μακραίνει και να ψηλώνει.
Η Σουρεκλεμέ πρώτη από τις γριές, καθόταν πάντα στο γυναικωνίτη. Δίπλα της, πίσω της και ακόμα πιο πίσω της μέχρι το στενό παραθύρι που σκόρπιζε ένα αδύναμο φως, ίσα να διαγράφει μέσα στο σύθαμπο τις σιλουέτες τους πάνω στον ασβέστη του τοίχου, στέκονταν άλλες γριές, όλες μαυροφορεμένες, σκυφτές ίσαμε να βλέπουν το δάπεδο, γυρτές από τα χρόνια, το δρεπάνι. Με τα πρόσωπα ρουφηγμένα από τους αέρηδες, τα μάτια φορές μισόκλειστα, το στόμα φαφούτικο και τη μύτη να προβάλει σαν ράμφος πουλιού. Εμοιαζαν όλες τους έτσι όπως γέμιζαν κυκλικά το γυναικωνίτη, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας που έμπαινε στα χορικά ανάμεσα στα διαλείμματα του ψάλτη, να πει τη δική του αλήθεια. Κανένα αδύναμο κύριε ελέησον ή τροπάρι της παναγιάς. Μετά, σιγούσε πάλι για να πάρουν το λόγο οι γυναίκες στο κάτω μέρος της εκκλησιάς, οι πιο νέες, οι χαμηλοβλεπούσες. Με τα σιγανά ψιθυρίσματα, τις παρακλήσεις, τους νιομαθημένους ψαλμούς να ξεφεύγουν διστακτικά μέσα από τα νηστικά χείλη συνοδεύοντας τα σταυροκοπήματα. Μέχρι να περάσει ο χρόνος, να μαυροφορεθούν και να ανέβουν κι αυτές με τη σειρά τους τη στριφογυριστή ετοιμόρροπη σκάλα. Να πάρουν τη θέση τους σα σκιές στον γυναικωνίτη.
Κι έτσι, από κείνη τη πρώτη σειρά που την είχαν βάλει τα χρόνια της, η σουρεκλεμέ μπορούσε να παρακολουθεί με μάτι άγρυπνο, σε σημείο που καμιά φορά αμελούσε να λάβει μέρος στο χορό των γυναικών, τη κωφάλαλη, τη Μανού να γυρίζει ανάμεσα στους πιστούς, αδιάκριτα άνδρες και γυναίκες. Πότε σβήνοντας τα κεριά, πότε βγάζοντας το καλάθι με τα αντίδωρα. Σαν πλάσμα χωρίς φύλο, ντυμένη όπως- όπως με απόρουχα από τα «πεθαμένα» τους. Εις τρόπον που να ξεχωρίζει μέσα από το εκκλησίασμα σαν αρνί που ξέφυγε από το κοπάδι. Τι να πεις; Σάμπως ήταν τούτη γυναίκα κανονική; Κι αν πήγαινε στο ποτάμι τη πλύση της παπαδιάς κι ας κοπανούσε κι εκείνη δίπλα-δίπλα με τις άλλες κοπελιές, κι ας φούρνιζε κι έγνεθε, η διαφορά ήταν ότι όλη της τη γυναικεία υπόσταση την άφηνε να κατρακυλά στο ποτάμι, σε σημείο που να παίρνει τούτο πολλές φορές χρώμα και να γίνεται κατακόκκινο. Δίχως ντροπή, δίχως καμία προφύλαξη, σάμπως να το είχε πάρει απόφαση από πρότερα ότι άδικος πήγαινε ο κόπος των σπλάχνων να προετοιμάζουν το πλάσμα τούτο για τη γυναικεία ζωή. Το σπίτι, τον άνδρα, το παιδί που θάσπερνε τούτος, γιατί ποιος θαρρείς θα την ξεχώριζε κωφή και άλαλη που ήταν να τη στεφανωθεί, να την ερίξει κατά κει; Οχι, ούτε άνδρας ούτε καν κορίτσι άλλο δεν την πλησίαζε. Στερημένη από λαλιά, τι να μάθεις από δαύτη; Ετσι λοιπόν απαλλαγμένη από γεννεσημιού της από κείνα που όριζαν τη πορεία των άλλων γυναικών, η μανού ήταν η μοναδική που είχε το ακαταλόγιστο. Μήτε από δω μήτε από κει ήταν η σειρά της στο ναό. Μήτε καν στο γυναικωνίτη δεν την προόριζε η τύχη κάποτε να ανεβεί. Καθότι χωρίς άνδρα μήτε τη παντρειά μήτε τη γέννα μήτε τη χηρεία θα γνώριζε ποτέ. Πράγμα που πάει να πει, ανήκε σε είδος ξεχωριστό, ουδέτερο. Εξαιρεμένο από κάθε χαρά απαλλαγμένο και από το θάνατο.