από dianathenes » Τρί Νοέμ 29, 2005 11:19 pm
Η Μανού την αλαλία και τη κουφαμάρα της την είχε εξ αιτίας των καλικαντζαραίων.
Μάτιαξαν τα κεντίδια την ώρα που την ετύλιξαν οι γυναίκες που προστρέξανε ξαφνιασμένες.
Γιατί η γέννα δεν προειδοποιάει και ο πόνος την έσφαξε τη γυναίκα το δωδεκαήμερο, πρόωρα πάνω στους 7 μήνες.
Πώς να το ξέρει από πριν να τα δώκει του παπά, να τα βάλει τούτος κάτω από την Αγια Τράπεζα, να φύγουν τα κακά τα πνεύματα;
Πάει μείνανε αλειτούργητα. Και επήραν την ακοή και τη λαλιά από το παιδί της καψερής και την εδώκαν στα δικά τους τα κερατούκλικα, να έχουν να λαλούν το δωδεκαήμερο και να ακούν καλά καλά το θυμιατήρι του παπά, να φεύγουν απ αεί, να αδειάζει ο τόπος πάνω ακριβώς στα Θεοφάνια και μετά πάλι του χρόνου κάποια δόλια γυναίκα θα βρήσκαν να κάμουνε καμώματα ίδια.
Ετσι το εξήγησε η παπαδιά που ήξερε τη φύση κάθε αρρώστιας.
Και ας μην έλεγε τίποτα ο Γύφτος ο καρβουνιάρης, αφού το είχε πει εκείνη, το δίχως άλλο έτσι ήτανε. Γιατί εκείνη γνώριζε σα γυναίκα παπά τα κρυφά πράγματα, χώρια που η Σουρεκλεμές το πονιάστηκε ότι για να τα ξέρει όλα τούτα, κάτι τις θα έπιανε το αυτί της από το μονόλογο του ιερέα, καθότι άμα το τσουζε λιγάκι ο παπάς μετά που ξομολογούσε τους χριστιανούς, ρχότανε η παπαδιά στα πόδια του κι αφουγκραζότανε και τον εξομολογούσε κι αυτή με το σειρά της το παπά, σα τίμια γυναίκα που ήτανε κι έπρεπε να ξέρει τι γινόταν στο χωριό και όλη την επικράτεια.
Παρ όλα αυτά οι γυναίκες της δυσπιστούσαν της Μανούς , την κρατούσαν την απόσταση και την παρακολουθούσαν με την άκρη του ματιού τους που γύριζε μέσα στην εκκλησιά άλλοτε καντηλανάφτρα και άλλοτε ταπεινή δούλα του ιερού, όπου συγύριζε τα ιερά , ευαγγέλια, θαυματουργές εικόνες και τα τοιαύτα. Βιαστικά της έδιναν το νάμα και το λάδι από το πορτάκι του ιερού, προσέχοντας να μην την αγγίξουν στα δάκτυλα και να μη παραμείνει το βλέμμα τους μέσα στα μάτια της, που είπε μια τους ήταν λαδιά με το χρώμα της ελιάς όταν στέκει πάνω στο κλαρί ακόμα πικρή, άγουρη.
Κι αν δεν μίλαγε κι αν δεν ήκουε η Μανού, ήξερε όμως νοηματική. Δική της και αυτοσχέδια. Ολα όσα της έκαμαν εντύπωση, ό, τι εισέβαλλε βίαια και παράνομα μέσα στο τρυφερό της εσωτερικό κόσμο, το ξεφορτωνότανε με ένα είδος νοηματικής καταγγελίας που έφτανε τον παροξυσμό και σε αυτό συντελούσαν και γκριμάτσες τις οποίες εκτελούσε επί τόπου τραβώντας σε επίμονα από το μανίκι.
Κι οι χωριανοί την εφοβούντο από τούτο της το κουσούρι. Το ότι δηλαδή ενώ δε διέθετε λαλιά, ήταν ολόκληρη λαλιά, αλώβητη μη γνωρίζουσα αναπαμό, σε διαρκή πόλεμο με τα παράξενα των ανθρώπων ή όσα η ίδια αντιλαμβανόταν παράξενα.
Τούτα τα δυο τελευταία τα πε ο δάσκαλος .
Αβατη περιοχή δεν γνώριζε. Στεκόταν στη σειρά της, στο τελευταίο σκαλί της μικρής κοινωνίας και από κει εξαπέλυε τη νοηματική της, η οποία με το καιρό την τοποθέτησε στη θέση του άμβωνα και οι χωριανοί την παρακολουθούσαν με πιότερο δέος από κείνο που όφειλαν στον παπά, διότι το κήρυγμα εκεινού αφορούσε την άλλη ζωή, την ανώτερη, ενώ εκεινής γύριζε γύρω από τα χαμηλά και τα ανθρώπινα που τους βούρλιζαν σε τούτη δω τη ζωή.
Ετσι είπε ο παπάς και μετά πήγε στο καφενείο του Φώτη και ήπιε μονορούφι μια τσικουδιά διπλή.
Μερικοί δεν ήθελαν να ξέρουν τίποτις και φρόντιζαν να μην την συναπαντούν στο δρόμο τους, μη και μάθουν από δαύτην καμιά κρυμμένη ντροπή του σπιτιού τους, καμιά ντροπή του γείτονα που θα τους έμπλεκε και θα τους έφερνε σε δυσκολίες. Δεν ήθελαν να ξέρουν και αν έμαθαιναν δεν ήθελαν να τους νοιάζει αλλά ο τόπος μικρός, συνήθως όλοι έπαιρναν αργά- γρήγορα το μερδικό τους.
Αυτό το είπε η Σουρεκλεμέ.
β
Λίγο παραέξω από το χωριό, όχι παραπάνω από 10 λεπτά με το μουλάρι, ήταν ένα χάλασμα. Στεκόταν εκεί με τα παράθυρά του να χάσκουν, τον ένα τοίχο ανοιχτό και τη σκεπή άφαντη. Περικοκλάδες και αναρριχητικά φυτά - κισσοί, αγριοτριαντάφυλλα και τέτοια- σκαρφάλωναν στα γκωνάρια του, λαξεμένα τετράγωνα που το εστήριζαν ακόμα στο καιρό της Μανούς ή χώνονταν μέσα στις κουφάλες της πέτρας μαζί με τα σκορπίδια και τα άλλα ζωύφια της φύσης. Κει μέσα έβρισκαν καταφύγιο μόνο λιγοστά περιστέρια, κουρούνες που παραφυλάγανε τα σπαρτά , ποντικοί αρουραίοι και φίδια . Σπάνια τολμούσαν τίποτα χελιδόνια τον απρίλη που άνοιγε ο καιρός να στήσουν φωλιά αλλά κι αυτά την εγκατέλειπαν γρήγορα, πριν κάνουν αυγά τρομαγμένα από την ερημιά και την αγριάδα του τόπου.
Το χάλασμα αυτό οι χωριανοί δεν το πλησίαζαν. Κι ας είχε δίπλα πηγή που έδινε μπόλικο νερό, εκείνοι προτιμούσαν να κάνουν άλλο τόσο δρόμο και να πάνε να ποτίσουν τα ζωντανά από το αυλάκι της Αγιας- Παρασκευής, παρά να σταθούν εκεί δίπλα στις ετοιμόρροπες πέτρες, στα βρύα που σχημάτιζαν πάνω τους δράκους, χέρια , κέρατα κι άλλα τερατώδη πλάσματα της ονειροφαντασίας. Τα ζωντανά ρουθούνιζαν σαν περνούσαν μυρίζοντας το νερό και ο λαιμός τους ανατρίχιαζε από τη προσμονή του καθώς πλησίαζαν μα εκείνοι ξεπέζευαν και τραβώντας τα από το καπίστρι τα γύριζαν κατά το ξωκλήσσι και μόνο όταν απομακρύνονταν αρκετά ξανακαβαλίκευαν.
Ο θρύλος που πέρναγε από γενιά σε γενιά ήταν ότι κει μέσα είχε γίνει φονικό για την αγάπη της γυναίκας. Τέτοιαν αγάπη μολεμένη όμως που μόνο οι κουρούνες, τα όρνια του ουρανού, τα φίδια και οι αρουραίοι της γης μπορούσαν να αντικρίσουν κατάματα, καθότι ο γιος είχε αφανίσει πατέρα που σήκωσε τα μάτια του πάνω στη νύφη του και τη λάγνεψε σαν δική του ξεχνώντας το αίμα. Κι ήτανε γυναίκα όμορφη σαν την ξάστερη μέρα, φερμένη από διπλανό χωριό με γερό βιος και τίμια φαμελιά που την αγάπησε ο νέος και τη πήρε τίμια και ολαφάνερα με μάρτυρες και συγκατάθεση του πατέρα, όπως κρατούσε το έθιμο εκείνα τα χρόνια. Το μόνο που απέλειπε ήταν ότι κι εκείνη σαν τη δική μας τη Μανού, δεν είχε λαλιά κατά τα άλλα σε όλα ήταν ακέραια .
Ο νέος κρατούσε στο κάμπο, μακριά από το χωριό για τη μυρωδιά του χοίρου, χοιρινά, ίσαμε καμιά διακοσαριά, έλλειπε τη μέρα, καμιά φορά και τη νύχτα όπου τον εκρατούσαν οι ανάγκες της δουλειάς του ή ο καιρός σαν τον έκλεινε, θύελλα, λάσπη χιονιάς και κούραση καμιά φορά. Ο γέρος ήταν χήρος χρόνια και η ανάγκη της γυναίκας ήταν δυνατή παρόλα τα χρόνια ούτε είχε άλλη συντροφιά, καθότι η καρδιά είχε βαρύνει από τα χρόνια, κλεισμένος στον εαυτό του ζούσε ούτε εγγόνι είχε ακόμα ρθει να τραβηχτεί ο νους από τα ταπεινά και να περάσει αλλού σε πιο γλυκά πράγματα του αναπαμού και της λύτρωσης από το τέρας που χαρχάλευε μέσα του. Οπου το έκανε μια μέρα το αμάρτημα και η κοπέλα λαλιά δεν είχε να το πει και σε ποιον εξ άλλου, μάνα αδέλφια όλοι τους μακριά. Πήρε το σχοινί κι εκκρεμάσθη κι ο γέρος απέμεινε μέχρι το βράδυ κει να παρατηρεί το σώμα της άλαλος κι ετούτος, μη πιστεύοντας το κρίμα της στιγμής που σπίλωνε τη ψυχή του ανά τους αιώνας.
Γύρισε ο γιος το βράδυ αργά , είδε το σώμα της γυναίκας του να σαλεύει στον αέρα, είδε τα σημάδια της πάλης στη κάμαρα, τα βέβηλα σημάδια στους τρυφερούς γλουτούς, το βλέμμα του φταίχτη άδειο κατά που είχε μολέψει το κορμί. Κατάλαβε. Του σάλεψε. Εγινε το φονικό. Πέρασαν οι σφαίρες από άκρης ακρης το γέρικο πατρικό κούτελο, τινάχτηκε το μυαλό σα λάβα στους τοίχους, ανέβλυσε το αίμα σα πίδακας από το άσπρο τσερβέλο, σα κόκκινοι πανσέδες τόπους- τόπους οι αμαρτωλές σκέψεις, τα αγγίγματα σα φίδια , πετάχτηκαν κι αγκάλιασαν το γιο, άδειασαν τα μάτια του, έγιναν βαθιά ξεροπήγαδα και τον κατάπιαν, τον έστειλαν κι αυτόν στον κάτω κόσμο, κει που όλα τα αγαπημένα πρόσωπα το ένα πλάι στο άλλο, ζούνε μέσα στη λήθη, δεν κατέχουν τι έκαναν μεταξύ τους στο πάνω κόσμο, δεν έχουν μνήμη, δε ζητάνε συγχώρεση, δεν αγαπούν, δε μισούν, ζούνε βίο αναπαμένο.
Σ αυτόν τον τόπο λοιπόν τον καταραμένο, η Μανού πήγαινε μόνη από το χωριό. Δεν μιλούσε, δεν ήκουε, δεν ήξευρε, άρα το βήμα της ήταν ελεύθερο να το ορίζει ο σιωπηλός κόσμος της που δε νογούσε ούτε από τρόμους ούτε από οράματα που έφραζαν το δρόμο των άλλων ανθρώπων. Εστηνε τις πέτρες που έπεφταν με το καιρό, έβγανε με τα χέρια τους κισσούς που έκλειναν το τόπο, ξερίζωνε τα αγριόχορτα από τη γης σαν να ήταν στον οίκο της, κι οι χωρικοί βλέποντάς την άλαλη να τριγυρνά μέσα στο χάλασμα, έκαναν τον συνειρμό και την μπέρδευαν αίφνης με την πεθαμένη και σαν το έκαναν αυτό αλαφιάζονταν, δεν τους άρεσε που η κωφάλαλη προφύλαγε το χάλασμα από την αρπάγη του χρόνου, διατηρούσε τη μνήμη, φοβούνταν πολύ μην η ομοιότητα των πραγμάτων γεννήσει κανένα γιο πατροκτόνο, κανένα πατέρα αιμομίχτη και γυρίσουν πάλι οι παλιές ιστορίες και αναστατώσουν τις ψυχές, μαγαρίσουν το τόπο, πάρουν την αμαρτία να την κουβαλούν πια στους ώμους οι γιοι τους και τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους ωσάν να ήταν δικιά τους. Γιατί δεν είναι μόνο ο άρρωστος νους, ή η ανάγκη που κάνει το μυαλό του ανθρώπου να ξεστρατίζει από το λογικό και να παραλογίζεται, είναι και θύμησες που βρίσκονται μπροστά σου, ρίχνονται πάνω σου σα λάμιες από τη μεγάλη θύμηση, όλων των ανθρώπων, που καταγράφει το κακό κι απ όπου δε σβήνεται μήτε με προσευχή, μήτε με εγκράτεια, μήτε νηστεία, μήτε μετάληψη, μήτε ευχή γονέα παρά μόνο με τη θύμηση του ίδιου του κακού, το κρίμα του διπλανού σου που σε έβγαλε κοντολογίς από το βάρος του δικού σου κρίματος, από το δέος που ένιωσες όταν το έπραξε και τον λυτρωμό, όταν τον είδες να σέρνεται εκεί που θα σερνόσουν εσύ αν δε ήταν εκείνος. Κι έτσι τριγύριζε η Μανού, κωφή και άλαλη, χωρίς να το ξέρει μοναδική ιέρεια του κακού μέσα στο χάλασμα όταν τέλειωνε τα καθήκοντά της στην εκκλησιά , δίπλα στον ιερέα του καλού και των ανθρώπων.
Πολέμαγαν κι οι δυο τον ίδιο εχθρό, ο καθένας με το δικό του τρόπο.
Είμαι για πέτα(γ)μα.....
....και αγόρασα ασπίδα......