Βρισκόταν σε ένα μεγάλο δάσος. Ήταν σκοτεινά και ήσυχα.Προχωρούσε χωρίς να ξέρει που πηγαίνει, τα βήματα του ακούγονταν βαριά στην ησυχία της νύχτας. Οι σκιές από τα δέντρα του προκαλούσαν φόβο, ήταν σαν να τον κορόιδευαν. Αναρωτιόταν τι του συνέβαινε, χωρίς να σταματάει να περπατάει. Ξαφνικά κατάλαβε. Είχε χαθεί. Ήταν χαμένος και μόνος. Σταμάτησε και ένιωσε την απελπισία να κυριεύει όλο του το σώμα. Ήθελε να φωνάξει. Η φωνή του αντήχησε σε μια απεγνωσμένη βοήθεια[/i].
Πετάχτηκε απ'το κρεβάτι του. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Ένιωσε τον ιδρώτα να κολλάει πάνω του. Δεν ήξερε τι ώρα ήταν. ʼνοιξε το πορτατίφ δίπλα του και κοίταξε το ρολόι. Πεντέμιση. Ετοιμάστηκε να ξανακοιμηθεί. Πριν σβήσει το φως γύρισε και κοίταξε δίπλα. Με ένα πρωτόγνωρο τρόμο είδε πως η Αλεξάνδρα δεν ήταν εκεί.
Έτρεξε μέσα και άναψε το φως σε κάθε δωμάτιο. Απόλυτη ησυχία παντου. Η Αλεξάνδρα δεν ήταν εκεί. Αφού σταμάτησε να γυρίζει μες στο σπίτι σαν τρελός, επέστρεψε στο κρεβάτι του και προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη. Όμως, και πάλι δεν καταλάβαινε, δεν μπορούσε να φανταστεί τι είχε συμβεί.
Ξαφνικά πρόσεξε έναν άσπρο φάκελο πάνω στο μαξιλάρι της Αλεξάνδρας. Τα ίχνη του κορμιού της πάνω στο σεντόνι τον έκαναν να νιώσει πόνο. Με χέρια που έτρεμαν από την αγωνία άνοιξε το φάκελο.
Τα γνωστά γράμματα της αγαπημένης του τον περίμεναν σαν από κάποιο εφιάλτη.
"Μιχάλη, φεύγω.
Δε σου ζητάω να με συγχωρέσεις, καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο. Δεν έχει σχέση με σένα όλο αυτό...λυπάμαι τόσο πολύ...ειλικρινά δεν μπορείς να φανταστείς πόσο λυπάμαι...Ήρθε η ώρα, όμως, να αντιμετωπίσω κάποια πράγματα και πρέπει να είμαι μόνη μου σ'αυτό. Ξέρω πως δεν καταλαβαίνεις και δε στο ζητάω καν.
Σ'ευχαριστώ για αυτά τα τρία χρόνια, ήταν τα πιο όμορφα της ζωής μου...
Καμία συγνώμη δε χωράει εδώ μέσα και το καταλαβαίνω...
Μην ανησυχείς για μένα..."
Τα χέρια του έτρεμαν. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το γράμμα. Το μυαλό του γύριζε, ένιωθε πως έφτανε την τρέλα. Ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια.
"Σε λίγο θα ξυπνήσω απ'τον εφιάλτη, έλεγε και ξαναέλεγε στον εαυτό του, και όλα θα είναι όπως πριν...το πρωί όλα θα είναι εντάξει..."
Ξανακοιμήθηκε και βρέθηκε πάλι στο σκοτεινό δάσος.