Η γατούλα του ΣρέντινγκερGeorge Alec EffingerSchroedinger's Kitten (1988)
(Μετάφραση: Μαρίνα Λώμη)
1989 SF Chronicle Award,
1989 Hugo Award,
1988 Nebula Award,
1989 Sturgeon Award"
Το αστραφτερό μισοφέγγαρο που εγκαινίαζε τον καινούριο μήνα κρεμόταν στο δυτικό ουρανό, πάνω από το στενό σοκάκι. Η Τζιχάν ήταν δεν ήταν δώδεκα χρονών, πολύ μικρή για να φορά φερετζέ, κι ωστόσο φορούσε. Πρώτη φορά βρισκόταν έξω, τόσο αργά μόνη της. Από μακριά ακούγονταν οι ήχοι της γιορτής του τριήμερου εορτασμού που σημάδευε το τέλος του ιερού μήνα του Ραμαζανιού. Δυο φωνές τραγούδησαν μεθυσμένα προσπερνώντας την' δυο άλλες διαπραγματεύονταν δυνατά και οργισμένα την τιμή κάποιων γλυκισμάτων με μέλι. Τα γέλια και οι φωνές έφταναν στ' αυτιά της Τζιχάν σαν από έναν άλλον κόσμο. Παλιά της άρεσε πολύ η γιορτή του Ιντ-ελ-Φιτρ, τώρα όμως είχε πάψει να συμμετέχει και της φαινόταν σχεδόν αλλόκοτο να γιορτάζουν οι άλλοι. Μέσα σε λίγο χρόνο είχε χάσει κάθε σημασία γι' αυτήν. Τη χρονιά αυτή την περίμενε μία συνάντηση πιο σημαντική από οποιαδήποτε γιορτή. Αναστέναξε ανασηκώνοντας τους ώμους: έτσι κι αλλιώς η γιορτή θα ξαναρχόταν του χρόνου. Απόψε, με μοναδική παρέα το ασημένιο μισοφέγγαρο, ανατρίχιασε μέσα στο σκούρο μπλε ρούχο της.
Η Τζιχάν Φατίμα Ασούφι χώθηκε ακόμη πιο βαθιά στο στενό δρομάκι, μακριά από το φως. Στον κεντρικό δρόμο, άνθρωποι που άλλη στιγμή δεν θα τους έβλεπες ποτέ σ' αυτή τη γειτονιά, διασκέδαζαν με κέφι. Η Τζιχάν ανατρίχιασε ξανά μα δεν κουνήθηκε. Η στιγμή που περίμενε θα ερχόταν την αυγή. Τώρα το χρώμα του ουρανού μόλις που επέτρεπε να φαίνεται το φεγγάρι και τα πρώτα βιαστικά αστέρια. Στον ισλαμικό κόσμο η νύχτα αρχίζει όταν παύει κανείς να διακρίνει μια άσπρη κλωστή από μια μαύρη' αυτή η νύχτα δεν είχε πέσει ακόμη. Η Τζιχάν έσφιξε γύρω της το φόρεμά της με το αριστερό της χέρι. Στο δεξί της χέρι, κρυμμένο μέσα στο φαρδύ μανίκι, κρατούσε το κοφτερό, γυαλιστερό γυριστό μαχαίρι που είχε πάρει από το δωμάτιο του πατέρα της.
Πεινούσε και λαχταρούσε να είχε χρήματα να αγοράσει κάτι για φαγητό, αλλά δεν είχε. Στο Μπανταγίν υπήρχαν πολλά κορίτσια της ηλικίας της που ήξεραν ήδη τρόπους να κερδίζουν χρήματα΄ η Τζιχάν δεν ήταν απ' αυτές. Έριξε μια ματιά γύρω της και δεν είδε παρά τις βρώμικες, υγρές και λασπερές πέτρες του σοκακιού. Η μυρωδιά του της ανακάτευε το στομάχι. Βαριόταν, ένιωθε μόνη και φοβισμένη. Και ξαφνικά, σαν όλος ο θλιβερός της κόσμος να μεταμορφωνόταν σε κάτι άλλο, κάτι απολύτως άγνωστο, είδε περισσότερα πράγματα.
Η Τζιχάν Ασούφι ήταν είκοσι έξι χρόνων. Φορούσε ένα συντηρητικό σκούρο γκρι μάλλινο ταγιέρ, ραμμένο σε μήκος και γραμμή πιο αυστηρή απ' ότι υπαγόρευε η μόδα, αλλά απολύτως κατάλληλο για μια ταλαντούχο νεαρή φυσικό. Δεν φορούσε κοσμήματα, και τα μαύρα της μαλλιά ήταν πλεγμένα σε μια μακριά πλεξίδα. Κάθε πρωί έκανε ιδιαίτερη προσπάθεια να φαίνεται όσο γινόταν πιο άσχημη καθώς συνόδευε τον διάσημο δάσκαλο και μέντορά της. Η ιδέα ήταν του ίδιου του Χάιζενμπεργκ: εκείνη την εποχή ποιος πίστευε ότι μια όμορφη γυναίκα μπορούσε να είναι ταυτόχρονα και προικισμένη επιστήμονας; Η Τζιχάν σύντομα έμαθε πως η επιθυμία της να περνά απαρατήρητη ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί. Το σκούρο δέρμα της κι η προφορά της τη χαρακτήριζαν σαν ξένη. Ήταν ολοφάνερο πως δεν ήταν Ευρωπαία. 'Ισως να είχε λεβαντίνικο αίμα. Οι περισσότεροι απ' όσους τη γνώριζαν την περνούσαν μάλλον για Εβραία. Μιλάμε για το Γκέτινγκεν της Γερμανίας, στα 1925.
Ο ευφυής Μαξ Μπορν, που είχε εισαγάγει πρώτος τον όρο κβαντομηχανική σε μία εργασία γραμμένη πριν από δύο χρόνια, προήδρευε του συνεδρίου των φυσικών του Πανεπιστημίου. Συζητούσαν τις τελευταίες προτάσεις του Μαξ Πλανκ πάνω στις θεωρίες του περί ακτινοβολίας. Ο Πλανκ είχε διατυπώσει μερικές βασικές απόψεις πάνω στο νεογέννητο πεδίο της κβαντικής φυσικής, χρησιμοποιώντας όμως κλασική νευτώνια μηχανική για να περιγράψει τις αλληλεπιδράσεις φωτός και ύλης. Ήταν φανερό πως η προσέγγιση αυτή ήταν προβληματική, για την ώρα όμως δεν υπήρχε καλύτερο σύστημα. Στη συνδιάσκεψη του Γκέτινγκεν, ο Πάσκουαλ Τζόρνταν πήρε το λόγο για να προτείνει μια συμβιβαστική λύση' πριν όμως προλάβει να απαντήσει ο Μπορν σαν πρόεδρος του τμήματος, ο Βέρνερ Χάιζενμπεργκ προσβλήθηκε από μια έντονη κρίση φταρνίσματος.
«Συμβαίνει τίποτε, Βέρνερ;» ρώτησε o Μπορν.
Ο Χάιζενμπεργκ απλώς κούνησε το χέρι του. Ο Τζόρνταν προσπάθησε να συνεχίσει, αλλά ο Χάιζενμπεργκ άρχισε πάλι να φταρνίζεται. Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει και δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά του. Ήταν φανερό ότι υπέφερε. Γύρισε στη βοηθό του. «Τζιχάν», της είπε, «φρόντισε σε παρακαλώ να κάνεις τα απαραίτητα για να φύγω. Μ' έπιασε το αλλεργικό μου συνάχι. Θέλω να φύγω αμέσως».
Κάποιος από τους συνέδρους τόλμησε να πει: «Αλλά το συνέδριο-»
Ο Χάιζενμπεργκ είχε ήδη σηκωθεί. «Να πείτε στον Πλανκ να πάει στο διάβολο παίρνοντας μαζί του τον Ντε Μπρολί και τα υλικά του κύματα. Το ίδιο ισχύει και για τον Μπορ και για τα πηδηχτά του ηλεκτρόνια. Εγώ δεν αντέχω άλλο». Έκανε μερικά βήματα παραπατώντας και βγήκε από το δωμάτιο. Η Τζιχάν έμεινε να σημειώσει μερικά πράγματα στην ατζέντα της. Μετά ακολούθησε τον Χάιζενμπεργκ στο μέρος που έμεναν.
Δεν υπήρχαν μιναρέδες στο Μπανταγίν, αλλά στην πόλη γύρω από την περιτειχισμένη συνοικία ήταν χτισμένα πολλά τζαμιά. Από τους ψηλούς, αρχαίους πύργους, δυνατές φωνές καλούσαν τους πιστούς στις πρωινές προσευχές. «Ελάτε να προσευχηθείτε, ελάτε να προσευχηθείτε! Η προσευχή είναι καλύτερη από τον ύπνo!»
Ακουμπώντας πάνω στο γλιστερό τοίχο, η Τζιχάν άκουγε τις τραγουδιστές φωνές των μουεζίνηδων χωρίς να τις προσέχει. Κοίταξε το νεκρό κορμί μπροστά στα πόδια της, το κορμί ενός αγοριού που δεν ήταν πολύ μεγαλύτερο από την ίδια. Τον είχε δει μερικές φορές στο Μπανταγίν, αλλά δεν ήξερε το όνομά του. Ακόμη κρατούσε στα χέρια της το μαχαίρι που τον είχε σκοτώσει.
'Υστερα από λίγο τρεις άντρες άνοιξαν δρόμο μέσα από το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην είσοδο του σοκακιού. Οι τρεις άντρες κοίταξαν με σοβαρή επισημότητα την Τζιχάν. Ο ένας ήταν αξιωματικός της αστυνομίας' ο άλλος ήταν καδής, αυτός δηλαδή που ερμήνευε τις αρχαίες ισλαμικές εντολές όπως εφαρμόζονταν στη σύγχρονη ζωή' ο τρίτος ήταν ένας ιμάμης, ένας θρησκευτικός αρχηγός που ήρθε βιαστικά από ένα κοντινό τζαμί, κάπου στην ανατολική πύλη του Μπανταγίν. Μέσα στα τείχη οι πορτοφολάδες, οι πόρνες, οι κλέφτες και οι δολοφόνοι μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν μεταξύ τους. Ένας θάνατος στο Μπανταγίν δεν είχε και μεγάλη σημασία για την υπόλοιπη πόλη.
Ο αστυνομικός ήταν ψηλός και γεροδεμένος, με παχύ μαύρο μουστάκι και νυσταγμένα μάτια. Ήταν απλώς περίεργος, γιατί υπηρετούσε στο Μπανταγίν πάνω από δεκαπέντε χρόνια και ποτέ δεν είχε αντιμετωπίσει φόνο από ένα τόσο μικρό κορίτσι.
Ο καδής ήταν νέος, ξυρισμένος και ήταν φανερό ότι ήθελε να φορτώσει την υπόθεση στον ιμάμη. Δεν ήταν ακόμη ξεκάθαρο στους παρευρισκόμενους αν το συμβάν αυτό ανήκε στη δικαιοδοσία της πολιτικής ή της θρησκευτικής αρχής.
Ο ιμάμης ήταν ψηλός, ψηλότερος από τον αστυνομικό, αλλά με λεπτούς και στενούς ώμους' δεν ήταν όμως ο ασκητισμός που τον έκανε αδύνατο. Ήταν γνωστός για δύο πράγματα: για τη σύνεση με την οποία αντιμετώπιζε τις συγκρούσεις της καθημερινότητας και για τον υψηλό βαθμό επίγειων ηδονών που επέτρεπε στον εαυτό του. Ένιωθε κι αυτός περιέργεια και έκπληξη. Είχε ένα κοντό, κατσαρό γκρίζο γένι και τα γλυκά καστανά του μάτια ήταν κρυμμένα μέσα σ' ένα πλέγμα λεπτών ρυτίδων, που είχαν σιγά-σιγά χαράξει το πρόσωπό του. Κάποτε ο ιμάμης διέθετε κι αυτός, σαν τον αστυνόμο, ένα αγέρωχο μαύρο μουστάκι, αλλά οι μέρες της αγριάδας είχαν οριστικά περάσει γι' αυτόν. Τώρα έδειχνε δίκαιος και σπλαχνικός. Στην πραγματικότητα δεν ήταν κανένα από τα δύο, αλλά το θεωρούσε χρήσιμο να καλλιεργεί τη φήμη αυτή.
«Ω κόρη μου», είπε με τη βραχνή φωνή του. Ήταν πολύ ταραγμένος. Θα προτιμούσε κατά πολύ να εξηγήσει δύο-τρία σκοτεινά εδάφια από το ένδοξο Κ'ραν παρά να βλέπει τόσο απεχθή θεάματα όπως νεκρά σώματα σε στενά σοκάκια.
Η Τζιχάν σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε χωρίς να μιλάει. Μετά κοίταξε το άγνωστο αγόρι που είχε σκοτώσει.
«Ω, κόρη μου», είπε ο ιμάμης, «πες μου, εσύ σκότωσες αυτό το παιδί;»
Η Τζιχάν κοίταξε ήρεμα τον ηλικιωμένο άντρα. Ήταν καλά κρυμμένη μέσα στο μαντίλι της, το φερετζέ και το μακρύ της φόρεμα. Το μόνο που φαινόταν απ' αυτήν ήταν τα σκούρα μάτια της και τα λεπτά μακριά δάχτυλα που κρατούσαν το μαχαίρι.
«Ναι, ω Σοφέ, εγώ τον σκότωσα», του απάντησε.
Ο αστυνομικός κοίταξε τον καδή. «Προσεύχεσαι στον Αλλάχ;» ρώτησε o ιμάμης. Αν δεν βρίσκονταν στο Μπανταγίν μια τέτοια ερώτηση θα ήταν περιττή.
«Ναι», είπε η Τζιχάν. Έλεγε την αλήθεια. Είχε προσευχηθεί πολλές φορές στη ζωή της και ίσως να ξαναπροσευχόταν κάποτε.
«Και γνωρίζεις ότι απαγορεύεται να πάρεις μια ανθρώπινη ζωή που ευλόγησε o Αλλάχ;»
«Ναι, ω Σοφέ».
«Και γνωρίζεις ότι ο Αλλάχ έχει ορίσει μια τιμωρία για όποιον παραβαίνει αυτόν το νόμο;»
«Ναι, το γνωρίζω».
«Τότε πες μας, κόρη μου, γιατί θανάτωσες αυτό το άτυχο αγόρι».
Η Τζιχάν πέταξε το ματωμένο μαχαίρι στις πέτρες του σοκακιού. Κύλησε μ' ένα μεταλλικό θόρυβο και πήγε και στάθηκε δίπλα στο πόδι του πτώματος.
«Τον σκότωσα γιατί θα μου έκανε κακό στο μέλλον», απάντησε.
«Σε απείλησε;» ρώτησε ο καδής.
«Όχι, ω Σεβαστέ».
«Τότε-»
«Τότε πώς είσαι σίγουρη ότι θα σου έκανε κακό;» αποτελείωσε τη φράση του o Ιμάμης.
Η Τζιχάν ανασήκωσε τους ώμους της. «Το έχω δει πολλές φορές. Θα με έριχνε κάτω και θα με ατίμαζε. Έχω δει τα οράματα».
Ένας ψίθυρος ανέβλυσε από το πλήθος που έφραζε το στόμιο του σοκακιού πίσω από την Τζιχάν και τους τρεις άντρες. Οι ώμοι του ιμάμη χαλάρωσαν. Ο αστυνομικός περίμενε υπομονετικά.
Ο καδής έδειχνε αποθαρρυμένος. «Δηλαδή δεν σου έκανε κανένα κακό αυτό το πρωινό;» ρώτησε ο ιμάμης.
«Κανένα».
«Και όπως είπες εσύ η ίδια, δεν σου έκανε ποτέ κανένα κακό;»
«Όχι. Δεν τον ξέρω. Δεν έχουμε μιλήσει ποτέ».
«Και παρ' όλα αυτά», είπε ο καδής φανερά στενοχωρημένος, «τον σκότωσες επειδή είδες κάτι; Κάτι σαν όνειρο;»
«Κάτι σαν όνειρο, ω Σεβαστέ, αν και έμοιαζε πιο πολύ με όραμα».
«Ένα όνειρο», ψιθύρισε ο ιμάμης. «Ο Προφήτης, ας είναι αγιασμένο το όνομά Του, δεν δίνει καμία άφεση για εγκλήματα που προκαλούνται μόνο από όνειρα».
Μια γυναίκα από το πλήθος φώναξε: «Μα είναι μόνον δώδεκα χρονών!»
Ο ιμάμης γύρισε κι άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος.
«Αστυνόμε», είπε ο καδής, «αυτό το μικρό κορίτσι είναι στα χέρια σου τώρα. Το Ορθό Μονοπάτι μας δείχνει καθαρά το καθήκον μας».
Ο αστυνομικός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του κι έκανε ένα βήμα μπροστά. Έδεσε τα χέρια του κοριτσιού και το έσπρωξε προς την έξοδο του σοκακιού. Το πλήθος των φελλαχίν άνοιξε για να περάσουν. Ο αστυνομικός οδήγησε την Τζιχάν σ' ένα μικρό υγρό κελί, όπου θα περίμενε τη μέρα της δίκης. Μια ομάδα από πρεσβύτες ιερωμένους θα την έκρινε σύμφωνα με το Σαρί'α, το σύγχρονο κώδικα νόμων που βασιζόταν στο αρχαίο και ένδοξο Κ'ραν. Η Τζιχάν δεν υπέφερε μέσα στο ανθυγιεινό κελί της. Η ζωή της στο Μπανταγίν την είχε εξοικειώσει με τις στερήσεις. Περίμενε με υπομονή οποιαδήποτε κατάληξη θα αποφάσιζε ο Αλλάχ.
Δεν περίμενε πολύ. Παρουσιάστηκε σε άλλη μία σύντομη ανάκριση, όπου το συμβούλιο τη ρώτησε περίπου τα ίδια πράγματα που είχε ζητήσει να μάθει και ο ιμάμης. Απάντησε χωρίς δισταγμό σε όλες τους τις ερωτήσεις. Οι δικαστές της στενοχωρήθηκαν, αλλά ήταν αναγκασμένοι να βγάλουν την απόφασή τους. Της έδωσαν μια ευκαιρία να αλλάξει την κατάθεσή της, εκείνη όμως αρνήθηκε. Στο τέλος το γηραιότερο μέλος της επιτροπής σηκώθηκε και της απηύθυνε το λόγο. «Ω νεαρό παιδί», είπε με απρόθυμη φωνή, «ο Προφήτης, ας είναι αγιασμένο το όνομά Του, έχει πει: "Για όποιον σκοτώσει πιστόν, η τιμωρία του είναι η αιώνια κόλαση". Και αλλού: "Όποιος σκότωσε άνθρωπο και δεν το έκανε από αμέλεια ή για λόγους ατίμωσης, είναι σαν να έχει σκοτώσει όλο το ανθρώπινο είδος". Επομένως, αν αυτός που σκότωσες είχε διαπράξει ατίμωση εναντίον σου, η πράξη σου θα ήταν δικαιολογημένη. Εσύ όμως το αρνείσαι. Στηρίζεσαι στα όνειρα και τα οράματά σου. Μια τέτοια ασύστατη υπεράσπιση δεν μπορεί να πείσει το συμβούλιο τούτο παρά για το ότι είσαι ένοχη. Πρέπει να πληρώσεις την τιμωρία που απαιτούν οι γραφές. Θα εκτελεστεί αύριο το πρωί λίγο πριν την ανατολή».
Η έκφραση της Τζιχάν δεν άλλαξε. Δεν είπε τίποτε. Τα οράματά της της είχαν δείξει ήδη αυτή τη σκηνή, πολλές φορές. Αλλοτε την καταδίκαζαν άλλοτε την ελευθέρωναν. Το βράδυ έφαγε ένα καλό γεύμα, πολύ καλύτερο από τα περισσότερα που είχε φάει ώς τώρα στη φτωχική ζωή της. Κοιμήθηκε τη νύχτα και το πρωί ήταν έτοιμη όταν ήρθαν να την πάρουν οι πολιτικές και θρησκευτικές αρχές. Ένας ιμάμης με μεγάλο κύρος της μίλησε για πολλή ώρα, αλλά η Τζιχάν δεν τον άκουσε με ιδιαίτερη προσοχή. Οι κινήσεις και οι πράξεις που της έμεναν να κάνει έμοιαζαν μηχανικά προκαθορισμένες, και δεν τους έδωσε μεγάλη σημασία. Πήγε εκεί που την οδήγησαν, απάντησε άχρωμα όταν την πίεσαν και ανέβηκε στην εξέδρα που είχε στηθεί στο προαύλιο του μεγάλου τζαμιού Σιμαάλ.
«Αισθάνεσαι μετανοημένη;» ρώτησε o ιμάμης ακουμπώντας απαλά το χέρι του στον ώμο της.
Η Τζιχάν είχε γονατίσει με το κεφάλι ακουμπισμένο στο ξύλο. Ανασήκωσε τους ώμους της. «Όχι», είπε.
«Νιώθεις θυμωμένη, ω κόρη μου;»
«Όχι»
«Τότε είθε ο Αλλάχ μέσα στην ευσπλαχνία Του να σου χαρίσει τη γαλήνη». Ο ιμάμης απομακρύνθηκε. Η Τζιχάν δεν μπορούσε να δει τον δήμιο, άκουσε όμως το πλήθος να κρατάει την ανάσα του καθώς ο μεγάλος πέλεκυς υψωνόταν μέσα στο πρώτο χάραμα της αυγής και μετά έπεφτε.
Η Τζιχάν ανατρίχιασε στο στενό σοκάκι. Ένιωθε πάντα περίεργα όταν παρακολουθούσε το θάνατό της. Η ώρα δεν ήταν πολύ πιο προχωρημένη. Το πέμπτο και τελευταίο κάλεσμα στην προσευχή είχε ηχήσει πριν από λίγο, και τώρα είχε νυχτώσει. H διασκέδαση συνεχιζόταν γύρω της, πιο έντονη από πριν. Το γεγονός ότι η πράξη που ετοιμαζόταν να κάνει κινδύνευε να τελειώσει πάνω στο ξύλο του δήμιου δεν τη φόβιζε. Έσφιξε το μαχαίρι στο χέρι της, ευχήθηκε να περνούσε πιο γρήγορα η ώρα και άφησε τη σκέψη της να πλανηθεί σε άλλα πράγματα.
Γύρω στα τέλη του Μαίου του 1925 έμεναν σ' ένα ξενοδοχείο στο μικροσκοπικό νησάκι της Ελιγολάνδης, εβδομήντα πέντε χιλιόμετρα μακριά από τις γερμανικές ακτές. Η Τζιχάν ξεκουραζόταν σ' ένα άνετο και ωραία επιπλωμένο δωμάτιο. Η ξενοδόχος είχε πείσει τον άντρα της να τοποθετήσει τις αποσκευές του Χάιζενμπεργκ και της Τζιχάν στο πιο ωραίο και ακριβό δωμάτιο. Ο Χάιζενμπεργκ είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι θα μπορέσει να απαλλαγεί εδώ από τα αλλεργικά του προβλήματα. Είχε επίσης σκοπό να βρει μιαν άκρη μέσα στο μπλεγμένο κουβάρι των θεωριών και αντιθεωριών που είχαν διατυπώσει οι συνάδελφοί του στο Γκέτινγκεν. Στο μεταξύ η ξενοδόχος έριχνε άγρια και βλοσυρά βλέμματα στην Τζιχάν κάθε φορά που διασταυρώνονταν, χωρίς όμως να λέει τίποτε. Ο ίδιος ο Χερ Ντόκτορ ήταν πολύ απασχολημένος για να δίνει σημασία σε ζητήματα τόσο ασήμαντα όπως είναι οι κανόνες της ευπρέπειας, η ηθική, η καλή φήμη ενός ξενοδοχείου της Ελιγολάνδης, ή η ψυχική ηρεμία της Τζιχάν. Αν κάποιος έβρισκε σκανδαλώδη τη συμβίωσή τους, ο Χάιζενμπεργκ δεν το είχε πάρει είδηση' περιπλανιόταν στη φύση αδιάφορος προς τα πάντα εκτός από την περιεκτικότητα του αέρα σε γύρη και τους απότομους βράχους από τους οποίους πολλές φορές κινδύνεψε να γκρεμιστεί.
Η Τζιχάν αντίθετα ένιωθε την αποδοκιμασία της ηλικιωμένης γυναίκας. Όμως η Τζιχάν είχε ζήσει μια γεμάτη και σκληρή ζωή στα είκοσι έξι χρόνια της ζωής της, και ένα απλό ανασήκωμα των φρυδιών δεν συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα πράγματα που μπορούσαν να την ενοχλήσουν. Είχε δει πολλούς ανθρώπους να πεθαίνουν από την πείνα, πολλούς ανθρώπους να χάνουν όλα τα υπάρχοντά τους και να καταντούν ζητιάνοι, πολλούς ξένους να σφάζονται στο όνομα του Αλλάχ, πολύ κόσμο να ακρωτηριάζεται ή να αποκεφαλίζεται με τις μπερδεμένες διαδικασίες της ισλαμικής δικαιοσύνης. Όλα αυτά τα χρόνια η Τζιχάν είχε κρατήσει το ματωμένο μαχαίρι του πατέρα της, που ήταν τώρα φυλαγμένο κάτω από τα σέτλαντ πλεκτά της, τόσο θανάσιμο όσο πάντα.
Η υγεία του Χάιζενμπεργκ βελτιώθηκε στο νησί, και η θέα της θάλασσας από το δωμάτιό τους ήταν πολύ όμορφη. Η διάθεσή του έφτιαξε πολύ γρήγορα. Ένα πρωί, καθώς περπατούσε μαζί του στην ακρογιαλιά, η Τζιχάν του διάβασε ένα κομμάτι από το ένδοξο Κ'ραν. «Αυτό το σούρα ονομάζεται "Ο σεισμός"», του είπε. «"Στο όνομα του Αγαθού και Φιλεύσπλαχνου Αλλάχ. Όταν η Γη θα τραντάζεται από τον τελευταίο σεισμό και η Γη θα αποτινάζει το φορτίο της και ο άνθρωπος θα λέει: Τι την ενόχλησε; Εκείνη τη μέρα θα διηγηθεί την ιστορία της, γιατί ο Κύριός σου την ενέπνευσε. Εκείνη τη μέρα το ανθρώπινο είδος θα προχωρήσει σε χωριστές ομάδες για να δει τις πράξεις του. Και οποίος έκανε καλό, έστω και σε μέγεθος ατόμου, θα το δει. Κι όποιος έκανε κακό, έστω και σε μέγεθος ατόμου, θα το δει τότε"».
Και η Τζιχάν έκλαψε πικρά, ξέροντας ότι όσο καλό κι αν έκανε, ποτέ δεν θα ισοφάριζε τα κακά που είχε ήδη διαπράξει. Αλλά ο Χάιζενμπεργκ κοίταζε μακριά πέρα από τα αγριεμένα κύματα του ωκεανού. Δεν άκουγε προσεκτικά τους ιερούς στίχους, αλλά μερικά από τα λόγια της Τζιχάν του έκαναν εντύπωση. «"Και όποιος έκανε καλό έστω και σε μέγεθος ατόμου, θα το δει τότε"», είπε τονίζοντας μόνο αυτή τη λέξη. Ένα αχνό, δισταχτικό χαμόγελο τρεμόπαιζε στις γωνίες των χειλιών του. Η Τζιχάν τον αγκάλιασε για να τον ζεστάνει, γιατί έμοιαζε παγωμένος, και γύρισαν πίσω στο ξενοδοχείο. Ο καιρός είχε κρυώσει και o αέρας ήταν γεμάτος θαλασσινή υγρασία' άκουσαν μαζί τις κραυγές των γλάρων καθώς βουτούσαν να ψαρέψουν ψάρια ή πλανιόνταν κρώζοντας πάνω από την ακτή. Η Τζιχάν σκεφτόταν αυτό που είχε διαβάσει, σκεφτόταν το τέλος του κόσμου. Ο Χάιζενμπεργκ σκεφτόταν μόνο την αρχή του και τα καλά φυλαγμένα μυστικά του.
Τους άρεσε πολύ η καθημερινή ήσυχη βόλτα τους γύρω στο νησί. Η Τζιχάν έπαιρνε τώρα σχεδόν πάντα μαζί της το Κ'ραν, και πολύ συχνά διάβαζε στίχους στον Χάιζενμπεργκ. Ήταν τόσο διαφορετικό από τα βιβλικά κείμενα που είχε ακούσει σ' όλη τη ζωή του, που άφηνε τις ισλαμικές γραφές να τον διαποτίζουν χωρίς σχόλια. Κι ωστόσο είχε την εντύπωση ότι ορισμένες συγκεκριμένες εικόνες πρόσφεραν το νόημά τους μόνο σ' εκείνον.
Η Τζιχάν είδε τελικά ότι ο Χάιζενμπεργκ είχε αρχίσει να νιώθει καλύτερα. Σύντομα βυθίστηκε και πάλι στο μπερδεμένο κουβάρι της κβαντικής φυσικής. Ήταν γι' αυτόν ταυτόχρονα η δουλειά και η ψυχαγωγία του. Έλεγε στην Τζιχάν ότι οι μεγαλύτερες επιστημονικές διάνοιες του κόσμου δούλευαν πυρετωδώς για να στήσουν ένα πρόχειρο μαθηματικό μοντέλο που να εξηγεί όλα τα δεδομένα της παρατήρησης. Όποία προσέγγιση και να δοκίμαζαν, τα δεδομένα δεν ταίριαζαν όλα. Αυτός όμως θα το έβρισκε το κλειδί' ήταν σίγουρος γι' αυτό. Δεν ήξερε ακριβώς πώς θα το πετύχαινε, αλλά βέβαια δεν είχε ακόμη ασχοληθεί εξαντλητικά με το θέμα.
Η Τζιχάν δεν βρήκε διασκεδαστική την έπαρσή του. Του διάβασε το εξής: «"Δεν είδες αυτούς που προσποιούνται ότι πιστεύουν σ'αυτό που αποκαλύφθηκε σε σένα και σ' αυτό που αποκαλύφθηκε πριν από σένα, πώς καταφεύγουν σε ψεύτικες θεότητες για να διευθετήσουν τις διαφορές τους, ενώ διατάχθηκαν να τις απαρνηθούν; Ο Σατανάς τους απομακρύνει από το σωστό"».
Ο Χάιζενμπεργκ γέλασε με την καρδιά του. «Ο Αλλάχ σου δεν μιλάει μόνο για το Γκέτινγκεν. Έχει στο μυαλό του και τον Μπορ και τον Αϊνστάιν, στο Βερολίνο», είπε.
Η Τζιχάν ενοχλήθηκε από την ασέβειά του. Μιλούσε με την ανευλάβεια και την επιπολαιότητα του καφίρ, του άπιστου. Αναρωτήθηκε μήπως η αρχαία θρησκεία, που ποτέ της δεν την ασπάστηκε απόλυτα, λειτουργούσε ακόμη μέσα της. Αναρωτήθηκε πώς θα ένιωθε ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια αν περπατούσε ξανά στα στενά, πολύκοσμα και πολύβουα δρομάκια του Μπανταγίν. «Δεν πρέπει να μιλάς έτσι», είπε τελικά.
«Χμ;» είπε ο Χάιζενμπεργκ. Είχε κιόλας ξεχάσει τι της είχε πει.
«Κοίταξε πέρα μακριά», είπε η Τζιχάν. «Τι βλέπεις;»
«Τον ωκεανό», είπε ο Χάιζενμπεργκ. «Τα κύματα».
«Αυτά τα κύματα τα δημιούργησε ο Αλλάχ. Τι ξέρεις εσύ γι' αυτά;»
«Θα μπορούσα να καθορίσω τη συχνότητά τους. Θα μπορούσα να μετρήσω το εύρος τους».
«Να μετρήσεις!» φώναξε η Τζιχάν. Τα ατέλειωτα χρόνια της επιστημονικής της μαθητείας σκιάστηκαν ξαφνικά από κάτι που το ένιωσε σαν προσβολή ενάντια στη θρησκευτική της κληρονομιά. «Κοίτα εδώ», του είπε. «Αυτή είναι μια χούφτα άμμος. Ο Αλλάχ τη δημιούργησε αυτή την άμμο. Εσύ τι ξέρεις γι' αυτήν;»
Ο Χάιζενμπεργκ δεν καταλάβαινε τι προσπαθούσε να του πει η Τζιχάν. «Αν διέθετα τα κατάλληλα όργανα, άρχισε επιφυλακτικά φοβούμενος μην την προσβάλλει, «και την κατάλληλη διάταξη, θα μπορούσα να πάρω έναν κόκκο άμμου και να σου πω-» Τα λόγια του κόπηκαν απότoμα. Σηκώθηκε όρθιος αργά, σαν να είχε γεράσει. Κοίταξε πρώτα τη θάλασσα, μετά την ακτή και μετά πάλι ξανά το νερό. «Κύματα», μουρμούρισε, «σωματίδια, δεν έχει καμία διαφορά. Το μόνο που έχει σημασία είναι αυτό που μπορούμε να μετρήσουμε πραγματικά. Δεν μπορούμε να μετρήσουμε τις τροχιές του Μπορ γιατί δεν υπάρχουν πραγματικά! Κατά συνέπεια οι φασματικές γραμμές που βλέπουμε προκαλούνται από τη μετάβαση ανάμεσα στις δυο καταστάσεις. Ζευγάρια καταστάσεων, μάλιστα' αυτό όμως θα απαιτήσει μια νέα μορφή μαθηματικής έκφρασης μόνο για να τα περιγράψει, πίνακες αναφοράς που να καταγράφουν κάθε δυνατή-»
«Βέρνερ». Η Τζιχάν ήξερε ότι τώρα δεν αντιλαμβανόταν καν την ύπαρξή της.
«Μόνον οι υπολογισμοί θα χρειαστούν μέρες, αν όχι βδομάδες».
«Βέρνερ, άκουσέ με. Αστό το νησί είναι τόσο μικρό που μπορείς να πετάξεις μια πέτρα από τη μια άκρη του ώς την άλλη. Δεν πρόκειται να καθήσω σ' αυτή την παγερή ακρογιαλιά ή πάνω σε κάποιον από τους απόκρημνους βράχους σου, όσον καιρό εσύ θα κάνεις τη φοβερή ανακάλυψή σου, όποια και να είναι αυτή. Φεύγω».
«Τι; Τζιχάν;» Ο Χάιζενμπεργκ ανοιγόκλεισε τα μάτια και ξαναγύρισε στον κόσμο των πραγμάτων.
Η Τζιχάν δεν μπορούσε πια να τον κοιτάξει. Αφηνε την άμμο να τρέχει ανάμεσα στα δάχτυλά της.
Ξαφνικά της ήρθε στο μυαλό αυτή η σκέψη: αν δεν έχεις το απαραίτητο νερό για να πλυθείς πριν να προσευχηθείς γυρισμένος προς τη Μέκκα, σου επιτρέπεται να πλυθείς με καθαρή άμμο. Αρχισε να κλαίει. Δεν άκουγε τι της έλεγε ο Χάιζενμπεργκ - αν της έλεγε κάτι.
Είχαν περάσει δυο ώρες στο στενό σoκάκι και το κρύο δυνάμωνε. Η Τζιχάν τυλίχτηκε στο φόρεμά της και άρχισε να περπατάει πάνω-κάτω.
Πήγαιναν τέσσερα χρόνια τώρα που έβλεπε οράματα με κέντρο αυτή τη νύχτα, φευγαλέες εικόνες για το πώς θα μπορούσε να καταλήξει. Μερικές φορές το νεαρό παιδί την έβλεπε στο σοκάκι λίγο πριν από την αυγή, άλλες πάλι όχι. Μερικές φορές τον σκότωνε, άλλες πάλι όχι. Και φυσικά υπήρχε το ανοιχτό ερώτημα κατά πόσον οι πράξεις της θα οδηγούσαν στην ελευθερία ή στην εκτέλεσή της.
Όταν είχε δει το πρώτο όραμα, δεν είχε καταλάβει τι της συνέβαινε, ούτε τι έβλεπε. Ένιωσε μόνο το φόβο, τον πόνο και τη φρίκη. Το αγόρι την πετούσε άγρια στο χώμα, της έσκιζε τα ρούχα και τη βίαζε: Μετά το όραμα έσβηνε. Η Τζιχάν δεν είπε τίποτε σε κανέναν' η οικογένειά της θα την περνούσε για τρελή. Τρεις μήνες αργότερα το όραμα παρουσιάστηκε ξανά, μόνο που αυτή τη φορά διέφερε σε μικρές, απειροελάχιστες λεπτομέρειες. Βρισκόταν στο στενό δρομάκι όπως και πριν, αυτή τη φορά όμως εκείνη χαμογελούσε και έγνεφε στο αγόρι προσκαλώντας το. Της χαμογελούσε κι εκείνος και την ακολουθούσε βαθιά μέσα στο σοκάκι. Εκεί ακουμπούσε το χέρι του πάνω στον ώμο της κι εκείνη τραβούσε το μαχαίρι του πατέρα της και του το βύθιζε στην κοιλιά. Το όραμα δεν της έδειχνε τίποτε παραπάνω, και η Τζιχάν το έβρισκε πιο τρομακτικό από τη σκηνή του βιασμού.
Με τον καιρό τα οράματα έπαιρναν κι άλλες μορφές. Ήταν σίγουρη τώρα ότι δεν παρακολουθούσε το μέλλον της, το μέλλον, αλλά κάποιο μέλλον, που είχε την ίδια πιθανότητα να συμβεί με οποιοδήποτε άλλο. Δεν ήταν δυνατό να βγουν αληθινά όλα τα οράματα. Σε μερικά απ' αυτά έβλεπε τον εαυτό της να γερνά μέσα σ' αυτή την πόλη, στην καρδιά της βρώμικης συνοικίας του Μπανταγίν. Σε άλλα τον έβλεπε να ταξιδεύει σε άγνωστους τόπους που δεν έμοιαζαν καθόλου ισλαμικοί και να μιλάει γλώσσες που δεν είχαν καμιά σχέση με την Αραβική. Δεν ήξερε αν αυτά τα αντιφατικά οράματα προσπαθούσαν να της πουν κάτι ή να την προειδοποιήσουν. Προσευχήθηκε ζητώντας να μάθει ποια απ' αυτές τις εκδoχές θα ζούσε πραγματικά. Λίγο αργότερα, σαν ανταμοιβή σχεδόν για τις προσευχές της, άρχισε να βλέπει λιγότερο βίαια οράματα. Μπορούσε να ρίχνει ματιές στο κοντινό μέλλον και να βρίσκει χαμένα αντικείμενα ή να προειδοποιεί τους ανθρώπους να αποφύγουν κάποιο άτυχο ταξίδι ή να προβλέψει την άνοδο και την πτώση της τιμής του σιταριού. Οι γείτονες το βρήκαν διασκεδαστικό στην αρχή, μετά όμως άρχισαν να τη φοβούνται. Η μητέρα της Τζιχάν τη συμβούλεψε να μη μιλήσει ποτέ σε κανέναν γι' αυτά τα «όνειρα», αλλιώς κινδύνευε να την κλείσουν σε κάποιο φοβερό ίδρυμα. Η Τζιχάν δεν μίλησε ποτέ στον πατέρα της για τα οράματά της, γιατί ποτέ δεν του έλεγε τίποτε. Στην οικογένειά της, όπως και στις άλλες οικογένειες του Μπανταγίν - και σ' ολόκληρη την πόλη, ουσιαστικά - ο πατέρας δεν ενδιαφερόταν και πολύ για τις κόρες του. Οι γιοι του ήταν το καμάρι του, τρεις γιοι που πίστευε ακράδαντα ότι κάποια μέρα θα αύξαναν κατά πολύ το κύρος και τον πλούτο των Ασούφι. Η Τζιχάν ήξερε ότι έκανε λάθος, γιατί είχε δει κιόλας ποια θα ήταν η τύχη των αδελφών της - δύο θα σκοτώνονταν σε πολέμους ενάντια στους Εβραίους και ο τρίτος θα γινόταν ένας δειλός, φοβιτσιάρης, και θα το 'σκαγε στις Ηνωμένες Πολιτείες. H Τζιχάν όμως δεν έλεγε τίποτε για όλα αυτά.
Ένα όραμα: μόλις είχε χαράξει. Το νεαρό αγόρι - που το όνομά του δεν το έμαθε ποτέ η Τζιχάν - βάδιζε στο λιθόστρωτο προς το άνοιγμα του σοκακιού. Η Τζιχάν πήpε μια βαθιά ανάσα. Έκανε μερικά βήματα προς το δρόμο, κοίταξε προς τα αριστερά, και η ματιά της τράβηξε τη δική του. Έκανε ένα βιαστικό νεύμα, του γύρισε την πλάτη και χώθηκε βαθύτερα στις σκιές του σοκακιού. Ήταν σίγουρη ότι θd την ακολουθούσε. Το στομάχι της γουργούριζε, πονούσε κι έτρεμε από νευρική εξάντληση. Όταν ο νεαρός την ακούμπησε στον ώμο, ψιθυρίζοντάς της άσεμνες προτάσεις, το χέρι της σύρθηκε προς το μαχαίρι, αλλά δεν το έπιασε. Ο νεαρός την πέταξε κάτω, της ξέσκισε τα ρούχα και τη βίασε. Μετά την άφησε εκεί. Η Τζιχάν έμεινε σωριασμένη στις υγρές, βρώμικες πέτρες, μουδιασμένη, κλαίγοντας και προφέροντας κατάρες. Λίγο αργότερα τη βρήκαν δύο γυναίκες και την πήγαν στον γιατρό. Οι φόβοι τους επαληθεύτηκαν: η τιμή της είχε ανεπανόρθωτα καταστραφεί. Η ζωή της είχε ουσιαστικά τελειώσει: ποτέ δεν θα γινόταν μια σωστή γυναίκα όπως την ήθελε η ισλαμική κοινωνία. Μία από τις γυναίκες συνόδευσε την Τζιχάν στο σπίτι της για να πει τα νέα στη μητέρα της Τζιχάν που έπρεπε να τα πει στον πατέρα της. Η Τζιχάν κρύφτηκε στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τις αδελφές της. Ακουσε τα σπασίματα των επίπλων και τις βλαστήμιες του πατέρα της. Δεν μπορούσε να γίνει τίποτε. Η Τζιχάν δεν γνώριζε το όνομα του βιαστή της. Ήταν κατεστραμμένη, οριστικά, κάτι χειρότερο από άχρηστη. Μια νεαρή κοπέλα που είχε πάψει να είναι παρθένα δεν μπορούσε να πουληθεί σαν νύφη. Όλα αυτά τα χρόνια που ο πατέρας της συντηρούσε μια άχρηστη κόρη με την ελπίδα ότι θα εισέπραττε τα κέρδη της επένδυσής του από το γαμήλιο συμβόλαιο - είχαν πάει όλα χαμένα. Δεν ήταν περίεργο που ο πατέρας της Τζιχάν ένιωθε προδoμένος και την περιφρονούσε. Κανείς δεν λυπόταν την Τζιχάν' η αλήθεια της ιστορίας της, όποια και να'ταν, δεν άλλαζε τα γεγoνότα. Μόνον η μητέρα και οι αδελφές της έκλαιγαν. Από το πρωινό εκείνο η Τζιχάν διώχτηκε οριστικά από το σπίτι της. Ο πατέρας της και οι τρεις αδελφοί της δεν θέλησαν ούτε καν να τη δουν και να την απoχαιρετήσουν.
Τα χρόνια πέρασαν ακόμη πιo γρήγορα. Η Τζιχάν κατάντησε γυναίκα του δρόμου. Για ένα διάστημα, τα νιάτα και η ομορφιά της της εξασφάλιζαν μια καλή ζωή. Μετά, καθώς οι δεκαετίες άφηναν τα ανεξίτηλα σημάδια τους πάνω της, άρχισε να δυσκoλεύεται να κερδίσει ακόμη και τα απαραίτητα για ένα πιάτο φαΐ κι ένα κρεβάτι. Αρχισε να γερνά και να γίνεται στυφή, γεμάτη αυτοπεριφρόνηση. Μισούσε άραγε τον πατέρα της κι όλη την υπόλοιπη οικογένεια; Όχι. Η μοίρα της είχε καθοριστεί από τη θέληση του Αλλάχ, όσο κι αν της ήταν αδύνατο να την καταλάβει, ή από τη δική της δειλία στην κρίσιμη στιγμή της επιλογής και του πεπρωμένου, σ' εκείνο το στενό δρομάκι πριν από τόσα χρόνια. Δεν ήξερε να πει ποιο από τα δύο ήταν αλήθεια. Όποια κι αν ήταν η απάντηση όμως, τώρα δεν μπορούσε πια να επωφεληθεί ούτε από την κατανόηση ούτε από τη γνώση. Η ζωή της ήταν αυτό που ήταν, σύμφωνα με τις ανεξιχνίαστες βουλές του Φιλεύσπλαχνου Αλλάχ. Η δική της κατανόηση ήταν περιττή.
Κάποτε τη βρήκαν νεκρή, πεθαμένη από τις κακουχίες και την πείνα, βρήκαν το πτώμα της κουβαριασμένο και κοκαλωμένο στο ίδιο σοκάκι όπου το νεαρό αγόρι είχε τόσο αδιάφορα καταστρέψει κάθε πιθανότητα της Τζιχάν να βρει την ευτυχία σε τούτο τον κόσμο. Όταν πέθανε, δεν βρέθηκε κανείς να την πενθήσει. 'Ισως ο Αγαθός Αλλάχ να τη λυπήθηκε και να έδειξε το έλεός του στην Τζιχάν που δεν είχε γνωρίσει το έλεος των συνανθρώπων της όσο καιρό ζούσε ανάμεσά τους. Ο κόσμος ήταν ένας τόπος παγερός για την Τζιχάν.
Αποξενωμένη για ένα διάστημα από τον Χάιζενμπεργκ, η Τζιχάν δούλεψε με τον Έρβιν Σρέντινγκερ στη Ζυρίχη. Στην αρχή οι ιδέες του Σρέντινγκερ την μπέρδεψαν γιατί έρχονταν σε αντίθεση με αρκετές βασικές υποθέσεις του Χάιζενμπεργκ. Εκείνο τον καιρό ο Χάιζενμπεργκ απέρριπτε κάθε απλή εικόνα για την περιγραφή του ατόμου, οποιοδήποτε μοντέλο. Ο Σρέντινγκερ, πιo μεγάλος και πιο συντηρητικός από την ομάδα του Γκέτινγκεν, επεδίωκε να ερμηνεύσει τα κβαντικά φαινόμενα χωρίς νέα μαθηματικά και φευγαλέες αναπαραστάσεις. Αντιμετώπιζε το ηλεκτρόνιο σαν κυματική συνάρτηση, διαφορετική όμως απ' αυτήν του Ντε Μπρολί. Οι ιδιότητες των κυμάτων στο φυσικό κόσμο ήταν γνωστές και σαφείς. Ωστόσο όταν ο Σρέντινγκερ υπολόγισε πώς επηρέαζε μια αλλαγή του ενεργειακού επιπέδου το κυματικό του ηλεκτρόνιο, οι λύσεις του δεν συμφωνούσαν με τα παρατηρούμενα δεδομένα.
«Τι μου διαφεύγει;» ρώτησε.
Η Τζιχάν κούνησε το κεφάλι της. «Στην πατρίδα μου λένε: "Μη χύνεις το νερό από το παγούρι σου επειδή είδες έναν αντικατοπτρισμό"».
Ο Σρέντινγκερ έτριψε τα κουρασμένα μάτια του και κοίταξε τα χαρτιά που κρατούσε. «Ποιος μπορεί να πει αν αυτό το νερό αξίζει να το κρατήσεις ή έρχεται από τον υπόνομο;» Η Τζιχάν δεν είχε τίποτε να απαντήσει σ' αυτό, και ο Σρέντιγκερ έβαλε τη δουλειά του κατά μέρος, δυσαρεστημένος. Λίγους μήνες αργότερα διάφορες μελέτες απέδειξαν ότι αν λάβαινε κανείς υπ' όψιν του τις συνέπειες της σχετικότητας, οι υπολογισμοί του Σρέντινγκερ ταίριαζαν απολύτως με τα πειραματικά δεδομένα.
Ο Σρέντινγκερ ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα. «Το ήξερα βαθιά μέσα μου ότι η κβαντική φυσική θα αποδεικνυόταν ένας κόσμος λογικός και όχι ένα βασίλειο που κατοικείται από φαντάσματα και κυβερνιέται από μαγικές δυνάμεις».
«Εμένα εξακολουθεί να μου φαίνεται εξωπραγματικός», είπε η Τζιχάν. «Όταν λες ότι το ηλεκτρόνιο είναι ένα κύμα, είναι σαν να λες ότι είναι ένα φάντασμα. Στη θάλασσα το νερό είναι αυτό που αποτελεί το κύμα. Όσο για τον ήχο, ο αέρας είναι εκείνος που μεταφέρει το κύμα. Τι υπάρχει στις εξισώσεις σου για να αποτελέσει το κύμα; »
«Ο Μπορ λέει ότι είναι κύμα πιθανότητας. Αυτό δεν το καταλαβαίνω ούτε κι εγώ απόλυτα», της απάντησε, «αλλά οι εξισώσεις μου εξηγούν τόσο πολλά πράγματα που δεν μπορούν να είναι αυταπάτες».
«Μπορεί», είπε η Τζιχάν σμίγοντας τα φρύδια, «στη συγκεκριμένη περίπτωση o αντικατοπτρισμός να είναι μέσα στο παγούρι σου και όχι μπροστά σου στην έρημο».
Ο Σρέντινγκερ γέλασε. «Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια. 'Ισως κάποτε να αναγκαστώ να παραιτηθώ από τις νοηματικές μου εικόνες, αλλά ποτέ δεν θα εγκαταλείψω τα μαθηματικά μου».
Το απόγευμα ήταν αποπνικτικό στην πόλη. Οι ντόπιοι Αραβες δεν έδειχναν να ενοχλούνται από τη ζέστη, αλλά η μικρή ομάδα των Ευρωπαίων είχε αρχίσει να υποφέρει. Το κρουαζιερόπλοιό τους είχε δέσει στο μικρό λιμάνι και η ομάδα ξεκίνησε για μια εκδρομή στην πόλη, κάπου ογδόντα χιλιόμετρα νοτιότερα. Δυο ώρες αργότερα οι ταξιδιώτες αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι η εκδρομή αυτή ήταν λάθος.
Ανάμεσά τους βρισκόταν ο Ντέηβιντ Χίλμπερτ, ο Γερμανός μαθηματικός και λέκτορας στο Γκέτινγκεν από το 1895. Συνοδευόταν από τη σύζυγό του Κέτε και την υπηρέτριά τους την Κλέρχεν. Στην αρχή γοητεύτηκαν από τον εξωτισμό της πόλης, τα περίεργα τοπία, τους ήχους και τις μυρωδιές. 'Υστερα από λίγο όμως οι αισθήσεις τους στομώθηκαν από τα πολλά καινούρια πράγματα, κι αυτά που πρώτα τους φαίνονταν εξωτικά, τώρα τα έβρισκαν απλώς θλιβερά. Καθώς προχωρούσαν αργά μέσα στα παζάρια που σκιάζονταν ανεπαρκώς από πρόστεγα ή στενές καλαμωτές αψίδες, λαχταρούσαν ν' ακούσουν τον ψίθυρο μιας ελαφριάς αύρας. Αραβες ντυμένοι με μακριές λευκές κελεμπίες φώναζαν στριγκά, κοιτάζοντας αγριεμένα τους Ευρωπαίους. Ήταν αδύνατο να καταλάβεις τι έλεγαν. Μερικοί έσερναν μικρά καρότσια φορτωμένα με βρωμερά φλιτζάνια και μπουκάλια - νερό; τσάι; λεμονάδα; Δεν είχε καμιά διαφορά. Η χολέρα παραμόνευε στον κάθε πάγκο. Ο κάθε ζητιάνος σε απειλούσε με τύφο καθώς γαντζωνόταν στο μανίκι σου.
Η γυναίκα του Χίλμπερτ έκανε αέρα με μια νωθρή κίνηση. Δεν αισθανόταν καλά, ήταν στα πρόθυρα της λιποθυμίας. Ο Χίλμπερτ κοίταξε τριγύρω του με απελπισία. «Ντέηβιντ», μουρμούρισε η υπηρέτρια, η Κλέρχεν, η μοναδική ερωμένη του Χίλμπερτ που ανεχόταν η Φράου Χίλμπερτ, «αρκετά προχωρήσαμε».
«Το ξέρω», της απάντησε, «αλλά δεν βλέπω τίποτε - πουθενά-»
«Βλέπω μερικές κυρίες και κυρίους σ' αυτό το μαγαζί εκεί. Μοιάζει με εστιατόριο. ΑΑφησέ με εκεί μαζί με την Κέτε και πήγαινε να βρεις ένα ταξί. Θα γυρίσουμε στο πλοίο».
Ο Χίλμπερτ δίστασε. Δεν του άρεσε η ιδέα να αφήσει δύο απροστάτευτες γυναίκες μόνες τους στην καρδιά αυτού του πολύκοσμου, αλλόθρησκου παζαριού. Μετά παρατήρησε πόσο χλωμή ήταν η γυναίκα του, πώς έκλειναν τα βλέφαρά της και πώς παραπατούσε στηριγμένη στην Κλέρχεν. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Στάσου να σε βοηθήσω», είπε. Οδήγησαν κι οι δυο μαζί τη Φράου Χίλμπερτ στο εστιατόριο, που δεν ήταν βέβαια δροσερότερο, αλλά όπου οι ανεμιστήρες του ταβανιού δημιουργούσαν μια ψευδαίσθηση καθαρού αέρα. Ο Χίλμπερτ αυτοσυστήθηκε σ' έναν καλοντυμένο άντρα που καθόταν στο τραπέζι με τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του. Ο μαθηματικός δοκίμασε τρεις γλώσσες ώσπου να γίνει κατανοητός. Εξήγησε την κατάστασή του και τόσο o κύριος όσο και η γυναίκα του τον βεβαίωσαν ότι δεν έπρεπε να ανησυχεί. Μετά απ' αυτό ο Χίλμπερτ βγήκε βιαστικά να βρει ταξί.
Πολύ γρήγορα χάθηκε. Στην πόλη αυτή δεν υπήρχαν δρόμοι, όχι τουλάχιστον με την ευρωπαϊκή έννοια της λέξης. Τα κενά ανάμεσα στα σπίτια γίνονταν στενά σοκάκια, οδηγούσαν σε μικρές πλατείες και πάλι έκλειναν' άλλα στενά σοκάκια ξεκινούσαν δαιδαλωτά προς αλλόκοτες κατευθύνσεις. Ο Χίλμπερτ βρέθηκε ξανά σ' ένα σουκ' στην αρχή νόμισε πως ήταν το ίδιο απ' όπου είχε ξεκινήσει, και τα μάτια του έψαξαν για το εστιατόριο, αλλά έκανε λάθος. Ήταν ένα εντελώς άλλο σουκ ' ίσως να υπήρχαν εκατοντάδες σ' ολόκληρη την πόλη. Αρχισε να τον πιάνει πανικός. Ακόμη κι αν κατάφερνε να βρει ένα ταξί, πώς θα το οδηγούσε εκεί που τον περίμενε η γυναίκα του και η Κέτε;
Ένα αντρικό χέρι τον γράπωσε. Ο Χίλμπερτ προσπάθησε να απαλλαγεί από τα μακριά του δάχτυλα. Αντίκρισε το πρόσωπο ενός αδύνατου άντρα με βαθουλωμένα μάγουλα που φορούσε ένα ριγωτό φόρεμα κι ένα μπλε πλεκτό σκουφί. Ο Αραβας επαναλάμβανε μερικές λέξεις, αλλά ο Χίλμπερτ δεν μπορούσε να τις καταλάβει. Τελικά ο Αραβας τον έπιασε από το χέρι και μισο-οδηγώντας, μισo-σπρώχνοντας, πέρασε τον Χίλμπερτ μέσα από το πλήθος. Ο Χίλμπερτ αφέθηκε να οδηγηθεί. Διέσχισαν δύο παζάρια, το ένα γεμάτο σιδεράδικα και το άλλο με εμπόρους πουλερικών. Χώθηκαν μέσα σ' ένα λιθόστρωτο δρόμο και κατέληξαν σε μια τεράστια πλατεία. Στην άλλη άκρη της πλατείας βρισκόταν ένα τετράγωνο και πολύπυργο τζαμί από ροζ πέτρα. Ο Χίλμπερτ εντυπωσιάστηκε βλέποντάς το. Το κτίριο ήταν όμορφο σαν το Ταζ. Μετά ο οδηγός του τον έσπρωξε πάλι εμπρός ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στον κόσμο που συνωστιζόταν στην πλατεία. Σε λίγο ο Χίλμπερτ μπόρεσε να δει την αιτία της πολυκοσμίας. Στο κέντρο της πλατείας ήταν στημένη μια εξέδρα και πάνω της στεκόταν ένας άντρας που κρατούσε κάτι που δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο από τον πέλεκυ του δημίου. Ο Χίλμπερτ ένιωσε το στομάχι του να ανακατεύεται. Ο Αραβας οδηγός του είχε ανοίξει δρόμο μέσα στο πλήθος ώσπου στάθηκε με τον Χίλμπερτ στα στηρίγματα της εξέδρας. Είδε αστυνομικούς με στολή κι έναν ηλικιωμένο άντρα με γενειάδα να φέρνουν ένα νεαρό κορίτσι. Το πλήθος άνοιξε να περάσουν. Το κορίτσι ήταν εντυπωσιακά όμορφο. Ο Χίλμπερτ κοίταξε τα τεράστια μαύρα μάτια της- «σαν τα μάτια της γαζέλας", θυμήθηκε από τον Ομάρ Καγιάμ και μάντεψε το αδύνατο κορμί της που μόλις και κρυβόταν κάτω από τα φτωχικά της ρούχα. Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά γύρισε και τον κοίταξε ξανά, ίσια στα μάτια. Ο Χίλμπερτ ένιωσε την καρδιά του να σταματά' ανατρίχιασε σύγκορμος. Μετά εκείνη τράβηξε τη ματιά τη